«Ποια είναι αυτή, ρε;» ρώτησε εκείνος, κοιτώντας την μικρότερη κοπέλα άγρια.
«Η Ιφιγένεια Χρηστίδου. Δεν την θυμάσαι;»
του απάντησε και εκείνος έμεινε στυλωμένος στην θέση του.
«Κοίτα τι αλήτισσα έγινε το μικρό»
...
«Ποιος είναι αυτός;» τον ρώτησε ε...
Κεφάλαιο Ένατο Τίτλος κεφαλαίου: «Μείνε μακριά της, Μιχαήλ»
¡Ay! Esta imagen no sigue nuestras pautas de contenido. Para continuar la publicación, intente quitarla o subir otra.
Μιχαήλ Αθανασιάδης
Έχω αγγίξει την πλάτη μου σε έναν τοίχο στο τέλος του διαδρόμου του νοσοκομείου και παρατηρώ τα ανήσυχα μέλη της λέσχης. Μα το βλέμμα μου πάντα γυρίζει σε εκείνη. «Ιφιγένεια!» της φώναξε ο Αργύρης, και σαν πεντάχρονο έπεσε στην αγκαλιά της. «Αμάν βρε αγόρι μου, 23 χρονών γαϊδούρι...» του ψιθύρισε, μα τον αγκάλιασε και εκείνη.
«Δεν ξέρω τι θα κάνουμε τώρα...» της ψιθύρισε και τον κοίταξα με σφιγμένο σαγόνι. Δεν μου αρέσει καθόλου που την αγγίζουν. Όταν τα μάτια του αντίκρισαν τα δικά μου, εκείνος κοίταξε την Ιφιγένεια με ένα ερωτηματικό βλέμμα, μα εκείνη απλά του χαμογέλασε και πήγε στα αρχικά μέλη.
Ο πατέρας του Παναγιώτη, Πέτρος Χατζηθεοδώρου, ο αντιπρόεδρος της λέσχης, της έδωσε μία αγκαλιά και της χαμογέλασε. «Θα γίνει καλά, μην αγχώνεσαι και εσύ, ναι;» της είπε μα εκείνη απλά του έγνεψε. «Ο Σαύρου που είναι;» τον ρώτησε. Καλή ερώτηση, ο Δημήτρης Σταύρου, πατέρας του Ορέστη, δεν ήταν εδώ, και θα έπρεπε ως γραμματέας της λέσχης να ήταν παρών.
«Ένας θεός ξέρει τι κάνει ο γέρος» της είπε με ένα πονηρό χαμόγελο ο Ορέστης, και ο road captain της λέσχης, Στέλιος Κορωναίος, πατέρας του Αργύρη, του έδωσε μία φάπα στο κεφαλι. «Δείξε λίγο σεβασμό στους μεγαλύτερους ρε καθίκι» του είπε και η Ιφιγένεια γέλασε αμυδρά.
«Ιφιγένεια;» άκουσα και την φωνή του μικρότερου αδερφού μου, και σήκωσα το βλέμμα μου. Ο Νίκος την είδε και την έσφιξε και εκείνος στην αγκαλιά του. Μα η αγκαλιά αυτή ήταν διαφορετική με τους υπόλοιπους, και με έκανε να θυμώσω πολύ άσχημα αυτή τη στιγμή, όμως ήξερα πως δεν είναι ώρα για καυγάδες.
Δεν μπορώ να το πιστέψω πως ο πατέρας μου έπαθε ανακοπή, είναι ο πιο δυνατός άνθρωπος που ξέρω, και παρόλο που δεν είμαστε κοντά πλέον, ποτέ δεν ήθελα να πάθει κάτι γαμώτο.
«Ηρέμησε, Νίκο. Θα γίνει καλά, θα βρούμε άκρη με τους ηλίθιους εμείς» του ψιθύρισε και ο αδερφός μου την έπιασε απαλά από τα μπράτσα και της χαμογέλασε.
«Εσύ μέσα σου αργοπεθαίνεις, το ξέρω» της είπε και εκείνη τον αγριοκοίταξε. «Άφησέ με εμένα. Πότε μπορούμε να τον δούμε;» τον ρώτησε και ο Νίκος ξεφύσησε κουρασμένα. «Μάλλον σε κανα δίωρο» απάντησε και η Ιφιγένεια γύρισε και με κοίταξε με ένα βλέμμα που δεν μπορούσα να καταλάβω.
Ο Νίκος ακολούθησε το βλέμμα της, και την κοίταξε μετά. «Δεν το πιστεύω ότι τον έφερες εδώ» την αγριοκοίταξε και εκείνη ξεφύσησε και πέρασε ένα χέρι από τα μαλλιά της. «Δεν ήξερα τι να κάνω, πατέρας του είναι ρε Νίκο» κατέβασε το κεφάλι και ο αδερφός μου σήκωσε το βλέμμα του προς το ταβάνι για να ηρεμήσει τα νεύρα του.
«Θα μιλήσουμε γι' αυτό στη λέσχη, ναι;» την ρώτησε πιο απαλά, και εκείνη του έγνεψε και κοίταξε τριγύρω της. «Μιχαήλ!» άκουσα την φωνή του Δημήτρη Σταύρου, και γύρισα και τον κοίταξα, χαμογελώντας του. «Σταύρου» τον χαιρέτησα και εγώ, και κάναμε μια χειραψία.
«Πως είσαι ρε αγόρι μου, έχουμε να σε δούμε πολύ καιρό» μου είπε συνοφρυωμένα, και τότε εμφανίστηκε και ο Πέτρος Χατζηθεοδώρου δίπλα του, χαμογελώντας μου και εκείνος. «Πως να έρθει ρε μαλάκα και εσύ; Το παιδί μάλλον νομίζει πως τον έχουμε γραμμένο» μου είπε και κάναμε την χειραψία χαιρετισμου.
«Ας μην γινόταν μπάτσος και δεν θα υπήρχε πρόβλημα» ακούστηκε και η φωνή του αδερφούλη μου και εγώ γύρισα και τον κοίταξα. «Γεια σου και εσένα Νίκο» του είπα σοβαρά, μα αυτός μου χαμογέλασε απλά.
«Έλα μαζί μου» είπε και εγώ τον ακολούθησα λίγο πιο πέρα. «Τι είναι;» τον ρώτησα ότι δεν μίλησε για λίγο. Με κοιτούσε απλά, και εγώ σταύρωσα τα χέρια μου στο στέρνο μου.
Είναι φορές σαν αυτές που θέλω να τον δείρω που συμπεριφέρεται σαν μαλάκας, και είναι άλλες που μου λείπει πολύ ο αδερφός μου, μα δεν εκείνος δεν δέχεται ούτε γεια να μου πει στον δρόμο. «Μείνε μακριά της, Μιχαήλ» μου είπε σοβαρά, και εγώ έσφιξα τα δόντια μου.
«Με ακούς γαμώτο;» ρώτησε και έκανε ένα ακόμη βήμα κοντά μου όταν δεν του απάντησα. «Γιατί ρε Νικολάκη, φοβάσαι μη σου την κλέψουμε;» ρώτησα, εξαγριωμένος, μα κατάφερα να κρατήσω την φωνή μου σοβαρή. Εκείνος γέλασε δυνατά και με κοίταξε σοβαρά.
«Δεν θα σου δώσω αναφορά, Μιχαήλ» είπε κοφτά, και με κοίταξε στα μάτια. «Μείνε μακριά της» επανέλαβε προτού φύγει από κοντά μου, και εγώ γύρισα και κοίταξα την Ιφιγένεια που μας παρακολουθούσε λίγο πιο μακριά.