𝐗.«Εσύ θα την πληρώσεις»

76 10 2
                                    

Κεφάλαιο Δέκατο
Τίτλος κεφαλαίου: «Εσύ θα την πληρώσεις»

Κεφάλαιο Δέκατο	Τίτλος κεφαλαίου: «Εσύ θα την πληρώσεις»

Oups ! Cette image n'est pas conforme à nos directives de contenu. Afin de continuer la publication, veuillez la retirer ou mettre en ligne une autre image.

Μιχαήλ Αθανασιάδης

«Φαίδρα» άκουσα το όνομα της αδερφής μου, και αμέσως γύρισα προς την κατεύθυνση που ακούστηκε η φωνή του αλήτη. Ο Αργύρης είχε αγκαλιάσει σφιχτά την αδερφή μου, η οποία έκλαιγε.

«Τι σκατά γίνεται εδώ Φαίδρα!» φώναξα εξαγριωμένος. «Από πότε-» ξεκίνησα και τους πλησίασα απειλητικά. «Όχι τώρα, γαμώτο σου» με σταμάτησε η Ιφιγένεια. Άγγιξε την παλάμη της στο στέρνο μου, και εγώ την κοίταξα στα μάτια. Έσφιξα το σαγόνι μου και την πλησίασα απειλητικά.

«Εσύ θα την πληρώσεις» της ψιθύρισα και εκείνη μου μειδίασε άσχημα. «Κάνε το χειρότερό σου, μπάτσε» μου είπε, και εγώ έμεινα στυλωμένος. Θα την φτιάξω και την αδερφή μου, ιδέα δεν είχα ότι είχε συναναστροφές με τους αλήτες γαμώτο.

«Μιχαήλ» άκουσα την γνώριμη φωνή της Μαρίλιας Μεταξά. Η Μαρίλια είναι η ol' lady του πατέρα μου. Είναι μία μικροσκοπική γυναίκα, μα και το πιο δυναμικό άτομο που ξέρω.

«Μαρίλια» είπε ξεφυσώντας και της χαμογέλασα. Εκείνη με αγκάλιασε σφιχτά και γέλασε όταν την σήκωσα στον αέρα. «Πόσο καιρό έχω να σε δω βρε αγόρι μου;» παραπονέθηκε όταν την άφησα απαλά.

«Συγνώμη βρε Μαρίλια...» ψιθύρισα και κατέβασα το κεφάλι μου. Εκείνη με άγγιξε στον ώμο και μου χαμογέλασε αμυδρά. «Μη στεναχωριέσαι, θα γίνει καλά ο πατέρας σου, είναι γερό καρύδι. Εσύ κοίτα να έρχεσαι να τον βλέπεις» είπε σοβαρά, και εγώ την έγνεψα.

«Μπορείς σε παρακαλώ να ενημερώσεις την μητέρα σου; Εμάς δεν μας σηκώνει το τηλέφωνο» είπε στενάχωρα και την πήρα άλλη μία φορά στην αγκαλιά μου. «Ναι βρε Μαρίλιά μου, μην στεναχωριέσαι»

Λίγη ώρα αργότερα, η Μαρίλια είχε μπει στο δωμάτιο του πατέρα μου, και εγώ περπάτησα κοντά στην Ιφιγένεια, η οποία μιλούσε με τον αδερφούλη μου. «Έλα μαζί μου εσύ» την διέταξα, και εκείνη κοίταξε τον Νίκο που την έπιασε από το μπράτσο και ξεφύσησε.

«Μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα, μπάτσε» μου είπε επιθετικά, και εγώ την αγριοκοίταξα. «Πέρνα από το τμήμα αύριο το πρωί. Πρέπει να δεις κάτι» είπα και έφυγε από το νοσοκομείο. Μπήκα στο αμάξι και ξεκίνησα να οδηγό προς το σπίτι της μητέρας μου.

Στον δρόμο δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι τον πατέρα μου. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να πάθει κάτι.

Οι αρχικοί γνωρίζουν ότι τον αγαπάω πολύ τον πατέρα μου, όμως τα νέα μέλη με αποπαίρνουν, και με το δίκιο τους. Αυτό που έκανα στην Ιφιγένεια τότε, ο τρόπος που έφυγα... Όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα να με κρίνουν, το έκανα για την μητέρα μου και για την αδερφή μου, και δεν το μετανιώνω.

«Κυρά Αλέκα!» φώναξα για δεύτερη και έκρυψα το γέλιο μου όταν βγήκε από την κουζίνα με μία κουτάλα και με αγριοκοίταξε.

«Τι είναι ρε ρεμάλι;» ρώτησε τάχα θυμωμένη και εγώ κούνησα το κεφάλι μου γελώντας. «Έλα να σε κάνω μια αγκαλιά» της είπα, και εκείνη αμέσως μου χαμογέλασε. «Πως είναι η μαμά μου;» ρώτησα και εκείνη με κοίταξε καχύποπτά. «Η μαμά μια χαρά είναι. Εσύ γιατί βρωμάς αντισυπτικό» ρώτησε και με μύρισε.

«Σταμάτα βρε συ» γέλασα και η κυρά Αλέκα έβαλε τα χέρια της στους ώμους της. «Λέγε κύριε, τι έκανες εσύ στο νοσοκομείο;» ρώτησε σοβαρά και εγώ ξεφύσησα. «Ο Πετρίδης...» ξεκίνησα και την είδα που αμέσως φούντωσε. «Τι σου έκανε ο αχαηρευτος; Πες μου και θα τον σκοτώσω!»

«Μαμά...» την σταμάτησα με την χαμηλή φωνή μου, και εκείνη, όταν συνειδητοποίησε πως εκείνος ήταν αυτός που είχε το πρόβλημα, άνοιξε τα μάτια της διάπλατα. «Η Μαρίλια είπε πως θέλουν να πας να τον δεις» της είπα όταν εκείνη ξεκίνησε να περπατά πάνω κάτω στο σαλόνι.

«Δεν πάω πουθενά! Δεν θέλω να δω τις φάτσες τους!» φώναξε τάχα θυμωμένη, μα εγώ ήξερα πως έχει φοβηθεί. Τον αγαπάει τον πατέρα μου, ακόμη και αν της έχει περάσει πολλά χρόνια τώρα ο έρωτας. «Καλά θα πάω» είπε και έκανε αναστροφή, πήγε στην κουζίνα, έκλεισε το μάτι και μετά έτρεξε στο δωμάτιο της να αλλάξει.

Δεν ξέρω τι κάνω... Δεν ξέρω γιατί αποφάσισα να μπω στο δωμάτιό του να τον δω, αλλά η μόνη ευκαιρία ήταν τώρα, που κοιμάται και δεν θα δω την απογοήτευση στα μάτια του ξανά. Κάθισα στην καρέκλα δίπλα του και έπιασα το χέρι του. Μισώ τον εαυτό μου τόσο πολύ που τον παράτησα, και εκείνον και την Ιφιγένεια...

«Γιε μου...» ψιθύρισε και εγώ σήκωσα το κεφάλι μου και τον κοίταξα. «Συγνώμη...» του είπα, μα εκείνος κούνησε το κεφάλι του και μου χαμογέλασε. «Δεν σε κατηγορώ, ποτέ δεν το έκανα... Με την κυρά Αλέκα είχα το πρόβλημα τότε» ξεφύσησε και μου έπιασε το χέρι και το έσφιξε.

«Το ξέρω ότι έκανα λάθος όταν σε άφησα να φύγεις... Μα το μεγαλύτερο λάθος ήταν που σε άφησα και ξέχασες πως και εγώ σε αγαπώ, το ίδιο με την κυρά Αλέκα, Μιχαήλ...» είπε στενάχωρα και εγώ γέλασα, γιατί δεν ήθελα να δώσω σημασία στα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό μου. «Μας τρόμαξες όλους ρε πρόεδρε» είπα και εκείνος γέλασε μαζί μου. «Δεν παθαίνω τίποτα εγώ» είπε και μου χαμογέλασε.

Σταμάτα! ΑΣΤΥΝΟΜΊΑ!Où les histoires vivent. Découvrez maintenant