Κεφάλαιο Εικοστό Τέταρτο
Τίτλος κεφαλαίου: Επίλογος: Η αρχή μαςΙφιγένεια Χρηστίδου
«Ιφιγένεια!» φωνάζει ο βλάκας ο Νίκος και με αγκαλιάζει σφιχτά. «Θα σε σκοτώσω!» λέει, και εγώ γελάω με την έκφραση στο πρόσωπό του. «Πως είσαι Νίκο;» ρωτάω και μου χαμογελάει. «Μιά χαρά!» λέει και εγώ σηκώνω το ένα φρύφι ερωτιματικά. «Μια χαρά και δυό τρομάρες!» ακούω τον πρόεδρο, μάλλον πρώην πρόεδρο τώρα, και τρέχω στην αγκαλιά του.
«Τώρα που ανέλαβαν τα βλαμμένα, η λέσχη πάει κατά διαόλου!» λέει, μα ξέρω πως δεν το εννοεί. Το χαμόγελό του φτάνει μέχρι τα αυτιά του. «Ευτυχώς που γύρισες! Χρειαζόμαστε την βοήθειά σου!» συνεχίζει, και εγώ γελάω με την πλέον σοβαρή έκφραση στο πρόσωπό του. Τα υπόλοιπα παιδιά έρχονται και με χαιρετάνε. «Μου λείψατε, ρε βλαμμένα» λέω και γελούν οι πιο πολλοί, ενώ άλλοι κάνουν μούτρα.
«Εμείς δεν σου λείψαμε;» νιώθω την παρουσία του προτού ακούσω την φωνή του, και ανατριχιάζω ολόκληρη. Δεν τολμώ να γυρίσω, μα θέλω τόσο πολύ να τον αντικρίσω μετά από τόσο καιρό.
«Δεν μας μιλάς πλέον;» ρωτάει, πλέον η ανάσα του αγγίζει τον λαιμό μου. Γυρνάω τότε και τον κοιτάζω. «Εγώ λέω να πάτε να τα πείτε μόνοι σας. Εκτός φυσικά αν θέλετε να μας παρέχεται δωρεάν τσόντα, κανένα πρό-»
«Δεν θα αλλάξει ποτέ αυτό το παιδί» λέω λίγη ώρα αργότερα και γελάω μόνη μου. Ο Μιχαήλ είναι ακριβώς πίσω μου όταν σταματάω στην πίσω αυλή. «Μου έλειψες…» τον ακούω και η ανάσα πιάνεται στους πνεύμονές μου για λίγο.
«Δεν θα μου πεις τίποτα, Ιφιγένεια;» ρωτάει και νιώθω τις παλάμες του στα μπράτσα μου, με γυρνάει και αντικρίζω μετά από τόσο τα κουρασμένα πράσινα μάτια του.
«Συγνώμη, Μιχαήλ. Που δεν σου είπα τίποτα τότε, που έφυγα σαν την κυνηγημένη, που-» μα δεν με αφήνει να συνεχίσω, για πλέον δεν τον νοιάζει τίποτα, όπως δεν νοιάζει και εμενά, παρά μόνο εκείνος.
Με φιλάει αργά στην αρχή, σαν να προσπαθεί να καταλάβει αν ονειρεύεται ή αν βρίσκεται στην πραγματικότητα. Το ίδιο νιώθω και εγώ, θέλω απλά να βρίσκομαι στην αγκαλιά του. «Συγνώμη που έφυγα τότε… Αν είχα μείνει-»
«Αν είχες μείνει τίποτα, Μιχαήλ, απλά ξέχνα το, όπως και εγώ, προσπαθώ κάθε μέρα, σε παρακαλώ, προσπάθησε και εσύ;» του λέω και τον αγκαλιάζω σφιχτά. «Δεν θέλω να μας χωρίσει αυτό το γεγονός. Τίποτα δεν θέλω να μας χωρίζει πια…» του εκμυστηρεύομαι, και τον νιώθω που ξεφυσάει στον ώμο μου.
«Δεν ξέρεις πόσο καιρό περίμενα να ακούσω αυτές τις λέξεις να φεύγουν από το στόμα σου…» γελά, γελάει και εγώ τον σφίγγω ακόμη περισσότερο στην αγκαλιά μου.
«Θέλω να είσαι χαρούμενος, Μιχαήλ…» συνεχίζω, κοιτώντας τον στα μάτια πλέον. «Δεν θέλω να σε κρατάω πίσω, να σε στεναχωρώ. Δεν θέλω να είμαι η αιτία που θα είσαι μίζερος εσύ.
Μου υπόσχεσαι πως αν συμβεί αυτό, θα μου το πεις;» ρωτάω τρομαγμένη, και εκείνος γελάει δυνατά, σαν αυτό που μόλις του είπα να ήταν η μεγαλύτερη χαζομάρα που έχει ακούσει.
«Πες μου πως μ’αγαπάς μικρή, κι ας είναι ψέματα, θέλω να σε ακούσω να το λες» ψιθυρίζει και εγώ του χαμογελώ πονηρά. «Εγώ ψέματα δεν λέω, και το ξέρεις» του λέω, και αυτός δαγκώνει τα χείλη του και μουτρώνει αμέσως.
Τον πλησιάζω ξανά, αυτή τη φορά αισθησιακά και του ψιθυρίζω στο αυτί του, «Σε αγαπώ μπάτσε μου» χαμογελώ αυτάρεσκα, και εκείνος με σφίγγει στην αγκαλιά του, γελώντας δυνατά.
«Και εγώ σε αγαπώ πολύ μικρή αλήτισσα» λέει και με κοιτάζει έντονα. Με πλησιάζει και ενώνει τα χείλη μας σε έναν αργό και αισθησιακό χορό, και εγώ χάνομαι σε αυτό το φιλί, σε εκείνον.
ŞİMDİ OKUDUĞUN
Σταμάτα! ΑΣΤΥΝΟΜΊΑ!
Romantizm«Ποια είναι αυτή, ρε;» ρώτησε εκείνος, κοιτώντας την μικρότερη κοπέλα άγρια. «Η Ιφιγένεια Χρηστίδου. Δεν την θυμάσαι;» του απάντησε και εκείνος έμεινε στυλωμένος στην θέση του. «Κοίτα τι αλήτισσα έγινε το μικρό» ... «Ποιος είναι αυτός;» τον ρώτησε ε...