κεφάλαιο 34

13.7K 1K 46
                                    


ΣΤΕΛΙΟΣ

Το πρωί σηκώθηκα να ετοιμαστώ και την είδα να κοιμάται γαλήνια. Όλο το βράδυ προσπαθούσαμε να αναπληρώσουμε λίγο από τον χαμένο χρόνο και η Αλίκη, μου θύμιζε πόσο ευλύγιστη είναι. Την χάζευα και σε καμία περίπτωση δεν ήθελα να την ξυπνήσω, ήξερα ότι σε λίγες ώρες είχε μάθημα και έπρεπε να ξεκουραστεί... Την άκουσα μέσα στον ύπνο της να αναστενάζει και να ψιθυρίζει το όνομα μου, όλο αυτό ήταν πολύ ερεθιστικό και αποφάσισα να της κάνω ένα δώρο. Μπήκα κάτω από τα σκεπάσματα και άρχισα να την χαϊδεύω.. το ένα έφερε το άλλο και τελικά λίγη ώρα μετά βρισκόμουν για ακόμα μια φορά στον παράδεισο του κορμιού της.

«Ρε μαλάκα Συμεωνίδη που ταξιδεύεις σήμερα όλη μέρα;» η φωνή του Κούκουρα, με βγάζει από τις σκέψεις μου,

«Στον παράδεισο!» με κοιτάει καλά καλά και κουνάει το κεφάλι του

«Να σου πω; Θα με πάρεις μαζί τώρα που θα βγεις ή να πω σε κάποιον άλλο;» το λόγια του, μου χάλασαν την διάθεση για τα καλά.

«Δεν θα βγω σήμερα..»

«Ωχ! Πίκρα μεγάλε! Μόλις περάσει ο μήνας προσαρμογής θα βγαίνεις πιο συχνά..» παίρνει μια τσάντα πλάτης από την πάνω κουκέτα και την βάζει στον ώμο του «Λοιπόν φεύγω! Τουλάχιστον θα σου κάνει παρέα ο Ταβαράκης!»

«Όπως τα λες φίλε! Αύριο που θα επιστρέψεις θα σου πω όλες τις μαντινάδες που μου είπε!» με χαιρετάει γελώντας και σκέφτομαι την μέρα που τους γνώρισα. Μαλώνανε ποιος θα πάρει την κάτω κουκέτα, ήταν και οι δύο παλιοί και δεν ήθελαν κανέναν πάνω από τα κεφάλια τους. Τελικά, μετά από μερικά έντονα λόγια τους βρήκα λύση και ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι. Ο Κούκουρας είχε τελειώσει μάγειρας και κανονικά θα απολυόταν σε τρεις μήνες και ο Ταβαράκης, ο Κρητικός ήταν ηλεκτρολόγος. Εκείνος έπρεπε να έχει απολυθεί εδώ και μερικές εβδομάδες αλλά δεν του έκαναν την χάρη! Και οι δύο ήταν ξηγημένα άτομα. Ο Ταβαράκης είχε μια συνήθεια να μας λέει συνέχεια μαντινάδες, μετά την εικοστή τα πράγματα ζόριζαν αλλά κανένας μας, από τους δυο δεν του έλεγε τίποτα..

Καθόμουν έξω από τους κοιτώνες και κοιτούσα τον ήλιο που έπεφτε. Από το μεσημέρι και μετά ανταλλάσαμε συνέχεια μηνύματα.. ευτυχώς με ενημέρωσε ότι πήγε στο μάθημα και όλα κύλησαν ομαλά. Είδα κάποιον να πλησιάζει και από το περπάτημα κατάλαβα αμέσως ποιος ήταν.

«Ήθελα και να κατέχα ήντα ντουχιουντίζεις...»

«Μίλα ρε ελληνικά να σε καταλαβαίνω!»

Βαρέα και Ακόμα πιο ΑνθυγιεινάWhere stories live. Discover now