▪37▪Θυμός, θλίψη, κενό.▪

411 50 9
                                    

Louis' POV

Φοράω την μπλούζα μου, παίρνω τα κλειδιά του αυτοκινήτου, βγαίνω από το σπίτι της κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω μου ευχόμενος να ξυπνήσει. Δεν ξέρω γιατί... Απλά δεν θέλω να κοιμάται με την ιδέα πως είναι στην αγκαλιά μου. Στέκομαι για λίγο στο κατώφλι του σπιτιού της.

«Loui;!» ακούγεται ή φωνή της Kylie από μέσα. Χαμογελάω ευχαριστημένος από το γεγονός ότι με ψάχνει, κατευθύνομαι προς το αυτοκίνητό μου και αφού μπω μέσα ξεκινάω για το γνωστό μπαράκι.
Θα ήθελα πολύ να δω την έκφραση της Kylie τώρα που με ψάχνει... Αλλά την ξέρω τόσο καλά που μπορώ να την φανταστώ. Την Kylie την γνωρίζω από το μπαράκι στο οποίο πηγαίνω τώρα. Σύχναζα εκεί από όταν πέθανε ο πατέρας μου... Δηλαδή... ένα χρόνο πριν. Η μητέρα μου ήταν τόσο χάλια ψυχολογικά, έκλαιγε συνέχεια. Εγώ δεν άντεχα να την βλεπω έτσι και έτσι κατέφευγα εκεί όπου το αλκοόλ είχε γίνει η συντροφιά μου για αρκετό καιρό. Όσο για την Emily... Η μαμά την έστελνε όσα περισσότερα έξτρα μαθήματα μπορούσε, έτσι ώστε όταν ήξερε πως θα γύριζε σπίτι θα ετοίμαζε την μάσκα με το χαρούμενο πρόσωπο της. Εγώ από την άλλη, γύριζα αργά σπίτι, όταν και οι δύο τους κοιμόντουσαν. Έκανα μπάνιο για να συνέλθω και ξάπλωνα με την ελπίδα να με πάρει όσο το δυνατό πιο γρήγορα ο ύπνος ώστε να μην σκέφτομαι... έλα όμως... που οι σκέψεις δεν σταματούσαν εκεί...
Σταματάω έξω από το μπάρ, κατεβαίνω και αφού κλειδώσω το αυτοκίνητο εισέρχομαι στο μικρο μαγαζί.

«Βρε καλώς τον...» λέει ο Steve όταν πλησιάζω στο μπαρ.

«Καιρό έχουμε να σε δούμε Loui...» λέει η Lucy ενώ αφήνει έναν δίσκο με δεκάδες ποτήρια στον πάγκο διπλα απο τον Steve.

«Ναι... γειά» λέω χωρίς να θέλω να το κάνω θέμα.

«Πως κι από 'δω;» ρωτάει ο Steve, στριφογυρίζω τα μάτια και ξεφυσάω ταυτόχρονα. «Το συνηθισμένο;» με ρωτάει όταν καταλαβαίνει πως δεν θελω να το συζητήσω. Απλά γνέφω και περιμένω. Χτυπάω νευρικά τα δάκτυλα μου στο ξύλινο μπαρ καθώς κοιτάζω τριγύρω τον κόσμο. Ο χώρος είναι μικρός με αποτέλεσμα σε κάποια σημεία οι άνθρωποι εδώ να στριμώχνονται.

«Έχει πολύ καιρό να σε δω έτσι... τι παίζει;» αφήνει το ποτήρι με το σκουρόχρωμο υγρό μπροστά μου και ακουμπάει με τους αγκώνες του στον πάγκο περιμένοντας μια απάντηση. Δεν του την δίνω.

«Γιατί δεν μεγαλώνετε τον χωρο; Είναι πολύ στενάχωρα εδώ μέσα» λεω απορρίπτοντας την ερώτηση του.

«Το αφεντικό μας σκέφτεται ακόμη. Σκέφτεται να κλείσει και τον πάνω όροφο ο οποίος δεν είχε τελειώσει όταν αγόρασε το μαγαζί, όμως θα είναι πολύ καλύτερα αν επεκτείνει απλα τον χώρο πίσω» με ενημερώνει. Η αλήθεια δεν με νοιάζει και τόσο... αλλά άμα είναι να αποφύγω την συζήτηση για το πόσο σκατά είμαι αυτή τη στιγμή... ας είναι.

For Your Eyes Only » L.T.   Wattys2016Donde viven las historias. Descúbrelo ahora