Κεφάλαιο 3

3.1K 210 4
                                    

Η ώρα 5 τα ξημερώματα και ο κόσμος ακόμα εκεί. Ακάθεκτος. Ελάχιστοι ήταν εκείνοι που είχαν φύγει, κυρίως ανθρώποι μεγαλύτερης ηλικίας.

Ο Μιχάλης γυρνούσε από τραπέζι σε τραπέζι και κερνούσε και τον κερνούσαν. Είχε πιεί πολύ μα δεν είχε μεθύσει.

Ήταν πια μαθημένος και άντεχε. Είχε κάτσει σε ένα τραπέζι με την παρέα του και τραγουδούσαν, γελούσαν, έπιναν και περνούσαν καλά.

Όποιος κι αν τους έβλεπε τους ζήλευε. Νέοι, ξέγνοιαστοι, λεβέντες κρητικοί που είχαν ακόμα μπροστά τους χρόνια ολόκληρα να διασκεδάζουν ακόμα πιο πολύ.

Ο κόσμος άρχισε να φεύγει και η ομάδα του συλλόγου, όσοι ήταν ακόμα ξεμέθυστοι, σχετικά, άρχισαν διακριτικά να μαζεύουν τα άδεια τραπέζια.

Σειρά αποχώρησης είχε η παρέα της Δάφνης. Σιγά σιγά, άρχισαν να ετοιμάζονται και όταν ήταν έτοιμοι άρχισαν να προχωρούν προς την έξοδο.

Όταν ο Μιχάλης τους είδε πετάχτηκε από εκεί που καθόταν και πήγε κι εκείνος στην είσοδο πριν από αυτούς.

Καθώς περνούσαν εκείνοι ένας ένας εκείνος τους καληνυχτούσε. Κοίταξε την Δάφνη μέσα στα μάτια και την καληνύχτησε, εκείνη χαμογέλασε, είπε καληνύχτα και έφυγε. Ο Πάρης κοίταξε τον Μιχάλη με σχεδόν μισητό βλέμμα και έφυγε κι εκείνος.

Στο αμάξι δεν μιλούσε κανείς. Ο Πάρης, ως οδηγός άφησε πρώτα τους δύο φίλες και έπειτα τις κοπέλες της παρέας και μετά εκείνος και η Δάφνη πήγαν προς το σπίτι τους.

"Μην σε ξαναδώ μαζί του!"

"Ορίστε;"

"Δάφνη κατάλαβες πολύ καλά τι λέω!"

"Όχι Πάρη, δεν κατάλαβα, όπως δεν κατάλαβα και τον τρόπο συμπεριφοράς σου."

"Δάφνη. Η οικογένεια του δεν είναι και η καλύτερη. Παλιά ήταν μπλεγμένοι σε βεντέτα. Ανάθεμα αν έχει τελειώσει."

"Πάρη...δεν είμαι μικρό παιδί. Κοντεύω τα 20 και δεν μπορείς να κάνεις εσύ κουμάντο στην ζωή μου. Στο κάτω κάτω, με τον άνθρωπο μια σούστα χορέψαμε. Τίποτα παραπάνω."

"Είδα πως κοιταζόστασαν. Δεν έχω όρεξη να τσακωθούμε, αλλά να ξέρεις πως σε προειδοποίησα!!" η κούβεντα τελείωσε εκεί.

Έφτασαν στο σπίτι και χωρίς κουβέντα η Δάφνη πήγε στο δωμάτιο της. Άλλαξε και ξάπλωσε αμέσως. Ο ύπνος άργησε να την πάρει γιατί σκεφτόταν τον Μιχάλη..ξαναζούσε αυτά που έγιναν σήμερα στο πανυγήρι και χαμογελούσε. Δεν ήξερε αν θα τον ξαναέβλεπε...ίσως όχι...εκείνη έμενε στα Χανιά, αρκετά μακριά από το χωριό και σε μία εβδομάδα θα έφευγε.

ΠαραδοσιακάDonde viven las historias. Descúbrelo ahora