Δεν ξέρω πόσες ώρες είχαν περάσει από την στιγμή που μπήκα στην άμαξα. Πάντως το τοπίο γύρω μου που πριν λίγο ήταν γεμάτο φως τώρα με δυσκολία μπορούσες να διακρίνεις κάτι. Το φεγγάρι φώτιζε τον ουρανό και μπορούσα να δω ένα από τα αστέρια του να πέφτει.
Πάντα η μητέρα μου, μου έλεγε, πως όταν πέφτει ένα αστέρι πρέπει να κανω μια ευχή και αυτή θα πραγματοποιούνταν. Την πίστεψα τότε. Θυμάμαι ακόμη εκείνη την μέρα που ο πατέρας μου είπε ότι θα βάλει έναν φρουρό να με προσέχει. Θυμάμαι που καθόμουν και έβλεπα τον ουρανό μαζί με τη μητέρα μου και τότε έπεσε ένα αστέρι. Αυτή μου είπε να κάνω μια ευχή και έτσι έκανα. Ευχήθηκα αυτός ο φρουρός να μην ερχόταν ποτέ και στη θέση του να ερχόταν ενας φίλος. Κάποιον με τον οποίο θα μπορούσα να μιλήσω. Να του εκμυστηρευτω πράγματα. Και πράγματι η ευχή μου πραγματοποιήθηκε. Γιατί ο Σεμπάστιαν δεν ήταν φρουρός για μένα. Αλλά ένας φίλος. Ένας σύντροφος στις δύσκολες στιγμές της ζωής μου. Όμως πλέον δεν πιστεύω ότι η ευχή μου θα πραγματοποιηθεί. Έτσι δεν αξίζει να την κάνω.
Ξαφνικά η άμαξα έστριψε σε ένα δρομάκι και διέκρινα ένα τεράστιο παλατι. Λίγο μεγαλύτερο από της οικογένειας μου. Το παλάτι του εχθρού.
Είχε πολλά παράθυρα και μια τεράστια αυλή με πολλά άνθη. Μπορούσα να διακρίνω το φως των κεριών μέσα από τα παράθυρα. Όταν ξαφνικά στο οπτικό μου πεδίο μπήκε ο οδηγός της αμαξας ο οποίος περίμενε να κατέβω. Αφού έβαλα την κουκούλα της ρομπας μου καθώς είχε πολύ κρύο κατέβηκα.
Ένα κύμα φόβου με πλημμύρισε. Δεν ήξερα πως θα με αντιμετώπιζαν. Πώς θα με αντιμετώπιζε ο πρίγκιπας. Στη διαδρομή αναρωτιόμουν πως και δεν είχε παντρευτεί. Άλλωστε ήταν 23. Θα έπρεπε να το είχε κάνει.
Τις σκέψεις μου διέκοψε ένας άντρας με μια κορώνα στο κεφάλι του. Ο βασιλιάς. Τον παρατήρησα από μακριά καθώς πλησιαζα κοντά του. Ήταν αρκετά ψηλός, με μαλλιά μαύρα και μάτια γκρίζα. Δεν ήταν μεγάλος σε ηλικία. Κάπου στα 40. Ένα χαμόγελο ήτα χαραγμένο στο πρόσωπο του πράγμα που μου φάνηκε περίεργο.
《Γεια σου πριγκίπισσα Ρόζαλι. Καλωσόρισες στο σπιτικό μου》,είπε με μια φωνή.
Έπιασα τις άκρες του φορεματος μου και έκανα μια βαθιά υπόκλιση.《Γεια σας υψηλοτατε》,του είπα. Είπα κάπως διστακτική. Δεν ήξερα πως έπρεπε να τον αντιμετωπίζω.
《Παρακαλώ, περνά μέσα. Σε λίγο θα έρθει και ο πρίγκιπας να γνωριστείτε》,είπε. Ο πρίγκιπας. Πώς να ήταν άραγε; Όπως και να ήταν δεν τον ήθελα. Εγώ ήθελα τον φρουρό μου. Να χαθώ στην άβυσσο των πρασίνων ματιών του και να μη ξυπνήσω ποτέ.
YOU ARE READING
Τα Δυο Βασίλεια
Historical Fiction[Το πρώτο βιβλίο της σειράς των Δύο] Πώς θα ένιωθες αν βρισκόσουν σε μια εποχή όπου οι πόλεμοι και οι αρρώστιες είναι συχνά φαινόμενα; Πώς θα ένιωθες αν αναγκαζόσουν να παντρευτείς κάποιον που δεν θες; Θα πήγαινες κόντρα στα θέλω του αυταρχικού πα...