Κόλαση

867 123 32
                                    

Στεφάν

Ώρες ώρες αναρωτιέμαι πως θα ήταν η ζωή μου αν δεν είχα γνωρίσει την Ρόουζ. Σίγουρα πιο απλή και εύκολη. Υπήρξαν στιγμές που το ευχόμουν καθώς έχουν συμβεί τόσα πολλά τον τελευταίο καιρό. Έχω προβεί σε παράτολμες πράξεις, οι οποίες, υπό κανονικές συνθήκες οδηγούν στην εξορία μου. Όμως δεν μπορούσα να δράσω διαφορετικά. Μου ήταν αδύνατον να την αφήσω να πεθάνει.

Γιατί η ζωή μου χωρίς εκείνη, μοιάζει με κόλαση. Δίχως φως. Παρά μόνο σκοτάδι που με καταβάλει συνεχώς οδηγώντας με σε έναν αργό θάνατο. Δεν ξέρω πως είχα καταφέρει να αντέξω τέσσερα χρόνια μακριά της.

Νόμιζα πως επιτέλους είχε δεχθεί να με παντρευτεί αλλά συνειδητοποίησα με τον πιο σκληρό τρόπο πως κάτι τέτοιο δεν ίσχυε. Θυμάμαι αμυδρά την αντίδραση μου αφότου είχα ξυπνήσει εκείνη την ημέρα βλέποντας πως με είχε εγκαταλείψει χωρίς καμία εξήγηση. Έτσι, αποφάσισα να την ψάξω.

Ακύρωσα τον γάμο μου πιστεύοντας πως όταν την έβρισκα, όσο θυμωμένος και αν ήμουν μαζί της, όσες κατηγορίες και να της έδινα, θα δεχόταν να περάσει τη ζωή της μαζί μου.

Αλλά κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ διότι πολύ απλά, δεν κατάφερα να τη βρω. Άρχισα να χτίζω έναν καινούριο εαυτό. Κάποιον που θα ήταν αδιαπέραστος σε οτιδήποτε ερχόταν στο πέρασμα του χρόνου. Και, όντως, τα κατάφερα.

Μετά από έναν πλουσιοπάρουχο γάμο μου με την Αλίσια και τη νίκη μου με το Βόρειο Βασίλειο, ήμουν πλέον ο κάτοχος όλων τον βασιλείων. Άλλωστε δεν μου ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αποκτήσω και εκείνο της Ρόουζ. Το μόνο που μου έλειπε, ήταν ένας διάδοχος.

Δεν ήθελα να φύγω από αυτόν τον κόσμο χωρίς να έχω πάρει και δώσει κάποια στοιχειώδη αγαθά. Κάτι που ο καθένας θα επιθυμούσε. Όμως οι προσπάθειες που κατέβαλα, αποδείχθηκαν μάταιες. Η Αλίσια δεν μπορούσε να μου προσφέρει έναν διάδοχο. Είχα πλέον αποδεχθεί πως ο γιος της αδερφής μου, θα ήταν εκείνος που θα κέρδιζε το θρόνο μου.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, κλεινόμουν όλο και περισσότερο στον εαυτό μου. Και ξαφνικά, ένα παιδί -το δικό μου παιδί- ονόματι Γκάμπριελ, εμφανίστηκε μπροστά μου, κάνοντας με να συναντήσω ξανά, μετά από διάστημα τεσσάρων χρόνων, την Ρόουζ.

Ήταν αλλαγμένη. Διαφορετική. Κανείς θα νομίζε πως η γυναικεία μορφή που στεκόταν απέναντι μου, δεν θα έπρεπε να με κοιτάζει, πόσο μάλλον να μου μιλάει. Και μόνο τότε κατάλαβα πως ο καθένας μας μπορούσε να αλλάξει. Να ζήσει κρυμμένος στις σκιές, με διαφορετική ταυτότητα. Γιατί εκείνη τη στιγμή, η Ρόουζ δεν έμοιαζε καθόλου με την πριγκίπισσα που είχα γνωρίσει στο παρελθόν. Πιο πολύ φαινόταν ως μια απεγνωσμένη μητέρα που έψαχνε το παιδί της.

Κάποιος θα πίστευε πως τη συγκεκριμένη στιγμή, θα έπρεπε να νιώσω ανακούφιση, χαρά. Αλλά μου ήταν αδύνατον. Πέρασαν από το μυαλό μου όλες οι καλές και άσχημες στιγμές που είχαμε περάσει μαζί, εμφανίζοντας μέσα μου το συναίσθημα της νοσταλγίας. Θυμήθηκα, όμως, και την μέρα της απρόσμενης φυγής της. Και μόνο ένα συναισθήμα ήταν ικανό να με ευχαριστήσει. Αυτό του θυμού. Ενός έντονου θυμού, που απαιτούσε να την αφανίσει για τις στιγμές απελπισίας που με είχε κάνει να περάσω.

Και να που τώρα, βρίσκομαι καθισμένος πάνω στο θρόνο μου, αναπολώντας τις περιπέτειες που την ανάγκασα να πάρει μέρος, αφότου ήρθε στο παλάτι. Αν δεν είχα φερθεί τότε τόσο εγωιστικά, αν δεν την είχα πιέσει να με ακολουθήσει, τώρα δεν θα ήταν μία φυγάς που προσπαθούσε να κερδίσει τη ζωή της. Όντως την είχα καταστρέψει.

Όμως, αν δεν είχα πράξει έτσι, δεν θα είχα μάθει ποτέ πως ένα παιδί με περιμένε. Ένα παιδί το οποίο τη συγκεκριμένη στιγμή τριγυρνούσε μέσα στην αίθουσα του θρόνου, με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη του. Ο Γκάμπριελ, ο οποίος είχε τα ίδια εξωτερικά χαρακτηριστικά με εμένα, που με έκανε να αναρωτιέμαι, πως εξαρχής δεν το είχα παρατηρήσει. Ίσως ήμουν τυφλός από το αίσθημα της ζήλειας και του πόνου που με πλημμύρισε όταν αντίκρισα τον υποτιθέμενο άντρα της Ρόουζ.

《Μπαμπά, ποτέ θα επιστρέψει η μαμά;》ρώτησε κάποια στιγμή, αναγκάζοντας με να βγω από τις σκέψεις μου.

《Δεν ξέρω, Γκάμπριελ》,απάντησα απλά. Ίσως να μην επέστρεφε και ποτέ.

Της είχα υποσχεθεί πως θα τον πρόσεχα. Και όντως αυτό έκανα. Όπου και αν πήγαινα, τον είχα πάντα στο πλευρό μου. Ήξερα πως θα επέστρεφε στο σπίτι της μητέρας της και σε εκείνον τον ηλίθιο φρουρό, έτσι είχα οδηγήσει τους δικούς μου ανθρώπους σε μια διαφορετική κατεύθυνση. Πλήρωσα έναν υποτιθέμενο μάρτυρα, ο οποίος έδωσε ψεύτικη κατάθεση και έπειτα από εντολή μου, οι φρουροί έφυγαν για να τους βρουν. Γνώριζα πως έτσι, θα παρέμενε ασφαλής.

Ξαφνικά, έντονες ομιλίες συνοδευόμενες από την δυνατή φωνή μια γυναίκας, ακούστηκαν έξω από την πόρτα της αίθουσας, επαναφέροντας με στο παρόν.

《Αφήστε με να δω τον βασιλιά》,ακούστηκε με ένταση η φωνή της γυναίκας απευθυνόμενη στον φρουρό έξω από την πόρτα.

Οι επόμενοι θόρυβοι που αντήχησαν, με προκάλεσαν να σηκωθώ από τη θέση μου, ενώ την ίδια στιγμή η πόρτα της αίθουσας άνοιξε, με τα γοργά βήματα της γυναίκας να πλησιάζουν προς το μέρος μου.

Το παρουσιαστικό της δεν μου θύμιζε κάτι. Ίσως έφταιγαν και τα γδαρσίματα που υπήρχαν στο πρόσωπο της και στο δέρμα των χεριών της, που ήταν ορατά από το σκισμένο της φόρεμα. Όμως η φλόγα που υπήρχε στα μάτια της, μου ήταν οικεία.

《Γιαγιά》,αναφώνησε ο Γκάμπριελ, πέφτοντας μέσα στην αγκαλιά της απ'ότι φαίνεται, μητέρας της Ρόουζ.

Τα Δυο ΒασίλειαWhere stories live. Discover now