Η Κοντέσα

346 74 32
                                    


Τα μικρά, στρογγυλά φιαλίδια με τον αγιασμό και το ευλογημένο εγχειρίδιο με την ρουμπινένια κόκκινη πέτρα στη βάση του και την κυρτή ασημένια λεπίδα που έκανε ζιγκ-ζαγκ θυμίζοντας κεραυνό στο σχήμα, βάραιναν τις τσέπες που κρύβονταν στις πτυχώσεις του φορέματος της Ντανιζέλα το επόμενο πρωινό. Όπως άλλωστε την βάραιναν και οι σκέψεις.

Η Ελίζαμπεθ Μπάθορι είναι κάτι... διεστραμμένο, αντηχούσαν τα λόγια της Ελένα μέσα στα τοιχώματα του νου της. Ένα πλάσμα που τρέφεται με τον φόβο σου, που απομυζά την ελπίδα από μέσα σου, όλη, μέχρι και την τελευταία αχνή αχτίδα. Σε έχει διατάξει να παραμείνεις αγνή κι ανέγγιχτη σαν άδειο κέλυφος, χωρίς καρδιά και συναισθήματα, επειδή έτσι ακριβώς επιθυμεί να σε χρησιμοποιήσει... Επειδή είναι ένα στριγκόι, δαίμονας του αίματος.

Η Σένγκε, ανίδεη, βρισκόταν μόλις λίγα μέτρα μακριά της γέρνοντας πάνω από έναν ξύλινο πάγκο της κουζίνας, προσπαθώντας ν' ανοίξει φύλλο και καταφέρνοντας να λερωθεί ολάκερη με αλεύρι. Η Ντάνι την κοιτούσε ασταμάτητα, ενώ πηγαινοερχόταν ακατάπαυστα εδώ κι εκεί, θέλοντας να την προσεγγίσει κι αδυνατώντας.

Η Εντβίκα ήταν επίσης μέσα στην κουζίνα αυστηρή κι άτεγκτη και το άγρυπνο βλέμμα της επέβλεπε τους πάντες εκεί μέσα. Δεν επέτρεπε περιττές κουβέντες ή κωλυσιεργίες. Έτσι η Ντάνι δεν είχε καταφέρει να μοιραστεί τις χθεσινοβραδινές εξελίξεις με την Σένγκε, μονάχα να της ψιθυρίσει κάτι μισόλογα στα μουλωχτά, όποτε περνούσε από δίπλα της: «Υπήρξαν ορισμένες... εξελίξεις», της είχε πει. «Η αλήθεια μου φανερώθηκε», και... «Ξέρω το μυστικό της Κοντέσας. Και ξέρω τι κάνει με τα κορίτσια που τη ζυγώνουν».

Πέραν αυτών δεν είχε καταφέρει να επεκταθεί σε περεταίρω λεπτομέρειες, πράγμα που μετάνιωσε οικτρά λίγο αργότερα. Την στιγμή που ο κόμης Ουζβάρυ μπούκαρε μέσα στην κουζίνα του κάστρου, γυρεύοντας μια υπηρέτρια ονόματι Σένγκε Τοθ.

Η Σένγκε κοίταζε τον μεγαλόσωμο άνδρα που γέμιζε το κενό στο κατώφλι με δυσπιστία. Είχε μόλις ανακοινώσει πως η Κοντέσα επιθυμούσε να την συναντήσει, και πως εκείνος είχε σταλεί εκεί ως αγγελιοφόρος της, έχοντας αναλάβει το καθήκον να δώσει την πληροφορία και να πάρει την υπηρέτρια μαζί του.

Γιατί; Γιατί τώρα και γιατί εκείνην;

Ολάκερη η κουζίνα που συνήθως ήταν ζωηρή και πολύβουή σαν μελίσσι, είχε τώρα σιωπήσει. Το προσωπικό που δούλευε ηχηρά, υπό τ' αλυχτίσματα της Εντβίκα, τα ταψιά και τα λαγήνια που κροτάλιζαν μέσα στους νεροχύτες, το τριζοβόλημα της φωτιάς μέσα στον φούρνο... όλα είχαν αίφνης κοπάσει. Θαρρείς και περίμεναν.

Ματωμένη ΚοντέσαWhere stories live. Discover now