Σημαδεμένη

150 41 22
                                    


Η Ντανιζέλα αντίκρισε τον άνδρα που στεκόταν στην ορθάνοιχτη πύλη και ένιωσε ότι η καρδιά της κόντευε να φύγει από τη θέση της. «Άμαντε...», ψέλλισε αποσβολωμένη.

Στεκόταν στο αψιδωτό, πέτρινο κατώφλι γεμάτος πληγές και αμυχές, μώλωπες, σκισμένα ρούχα και ανακατωμένα μαλλιά. Έδειχνε σαν να είχε μόλις βγει από μια μάχη, σαν να ετοιμαζόταν να πάρει μέρος σε μια νέα. Η Ντάνι δεν είχε ιδέα τι του είχε συμβεί, τι τον είχε κρατήσει μακριά από την βελανιδιά. Ότι κι εάν ήταν, όμως, ανήκε στο παρελθόν. Οι προσευχές της είχαν εισακουστεί.

Είχε έρθει για εκείνην, για να την βρει, για να την πάρει μακριά από αυτή την...

«Μέγαιρα;», σύριξε εύθικτα η Κοντέσα. «Πρόσεχε τα λόγια σου, χωρικέ».

«Τα προσέχω», αντιγύρισε ο Άμαντε αμετανόητα. «Μέγαιρα εννοούσα. Αυτός είναι ο τίτλος που σου αρμόζει πιότερο από κάθε άλλον. Δεν αξίζεις τις τιμές και τις κολακείες που δέχεσαι. Ούτε την Ντάνι αξίζεις. Είμαι εδώ για να την πάρω μαζί μου, μακριά από σένα και το αναθεματισμένο το κάστρο σου».

Η Κοντέσα τον κοίταξε δείχνοντας ενοχλημένη και απυηδισμένη συνάμα, σαν να είχε έρθει αντιμέτωπη με τέτοιες συμπεριφορές και άλλες φορές στο παρελθόν, σαν να τις είχε σιχαθεί πια. «Συναισθηματισμοί...», έκανε όλο απαξίωση, περιφρόνηση.

«Πεπρωμένο», διαφώνησε ο Άμαντε, λες και η απελευθέρωση που γύρευε ήταν ένα θέλημα της μοίρας πρώτα, κι έπειτα δικό του.

«Αυτό θαρρείς πως είν' το πεπρωμένο σου;», επαναδιατύπωσέ έκπληκτη η Κοντέσα. «Ή το δικό της;» Έριξε το κεφάλι της προς τα πίσω και γέλασε για κάμποση ώρα με ένα ξέφρενο, παρανοϊκό γέλιο. Οι ώμοι και το στήθος της τραντάχτηκαν και τα μακριά, εβένινα κύματα των μαλλιών της αναπήδησαν επάνω στην πλάτη της. Έμοιαζε στ' αλήθεια ψυχαγωγημένη, λες και η βαρετή, τετριμμένη επανάσταση που είχε δει να αποτυγχάνει παλιότερα είχε αναβαθμιστεί κάπως, λες και είχε γίνει ένα χωρατό που δεν είχε ξανακούσει ποτέ της, κάτι πραγματικά εξωφρενικό, τόσο εξωφρενικό που φάνταζε γελοίο. «Ώστε αυτό θαρρείς», είπε όταν συνήλθε. «Πραγματικά το πιστεύεις...» Το κεφάλι της έγειρε στο πλάι και τα κεχριμπαρένια μάτια της τον ατένισαν για λίγο από την χάλκινη κορυφή των μαλλιών του ως τις φθαρμένες άκρες από τις μπότες του. «Τι ρομαντικό», νιαούρισε σχεδόν. «Τι αφελές και ανόητο πεπρωμένο που έχεις διαλέξει! Πώς σκοπεύεις να το αδράξεις, όμως; Μήπως σου διαφεύγει κάτι, χωρικέ;» Στράφηκε προς το μέρος του, έτσι που το σώμα της ευθυγραμμίστηκε με το δικό του. Ήταν σαν να ήθελε να τον κάνει να την δει καλύτερα, να του θυμίσει ότι ήταν ένα αδιαπέραστο εμπόδιο στο διάβα του.

Ματωμένη ΚοντέσαМесто, где живут истории. Откройте их для себя