Η Ντάνι ζάρωσε. Τα ξεγυμνωμένα τριγωνικά δόντια που θύμιζαν οστέινα μαχαίρια, ανήκαν στην δορά μιας μαύρης αρκούδας, το πετσί της οποίας βρισκόταν απλωμένο επάνω στο μάρμαρο, όμοιο με μακάβριο χαλί. Θα πρέπει να ήταν κάποιο λάφυρο από παλιό κυνήγι, κατά πάσα πιθανότητα του κόμη Ναντάσντυ.
Η Ντάνι απέστρεψε το βλέμμα της από το εκτρωματικό έκθεμα και το έστρεψε σε άλλες γωνιές της κάμαρας. Σε μια από αυτές υπήρχαν τρία όμορφα βαμμένα σεντούκια σε διαφορετικά μεγέθη. Σε μια άλλη λευκά κεριά καίγονταν επάνω σε περίτεχνα σιδερένια μανουάλια, θυμίζοντας φλόγινα λουλούδια που μαραίνονται γοργά. Στο κέντρο της ευρύχωρης κάμαρας δέσποζε ένα υπερμέγεθες κρεβάτι με σκαλιστές, δρύινες κολώνες και πλούσιες βυσσινιές κουρτίνες που έπεφταν βαριά ως το πάτωμα.
Το βλέμμα της Ντάνι συνέχισε να περιπλανιέται στην όμορφη, πολυτελή κάμαρα. Δεν είχε βρει ακόμα αυτό που αναζητούσε, εκείνη που έψαχνε. Έως ότου την άκουσε. Άκουσε έναν γλυκό ψίθυρο, ανατριχιαστικό, όμορφο και απόκοσμο σαν θρηνητικό τραγούδι. Καθηλωτικό.
«Ο μύλος δεν έχει μυλόπετρα», έλεγε σιγανά, «όμως αλέθει το αλεύρι, όμως αλέθει το αλεύρι...». Η Ντανιζέλα δεν είχε ακούσει ποτέ πριν τις λέξεις αυτές να εκφέρονται με ετούτον τον γλυκόπικρο τόνο που ηχούσε σαν μοιρολόι. Η μητέρα της της τραγουδούσε το νανούρισμα με έναν τρόπο που έμοιαζε να ξορκίζει κάθε κακό κάπου αλαργινά. Τώρα, όμως, η γνώριμη μελωδία είχε διαστραφεί, είχε διαστρεβλωθεί. Και δεν την τραγουδούσε η μητέρα της. Την τραγουδούσε κάποια που έμοιαζε να καλεί το κακό, παρά να το αποδιώχνει. «Έτσι κι εγώ απαγορεύεται να δω το κατάδικο μου το τριαντάφυλλο, ωστόσο, συνεχίζει να επιστρέφει, συνεχίζει να επιστρέφει...»
Οι ψιλές, απόκοσμες νότες που ακούγονταν σαν κρυστάλλινα καμπανάκια έφταναν από κάπου στ' αριστερά. Πιο κοντά από ότι είχε αρχικά υπολογίσει η Ντάνι. Η κοπέλα γύρισε το κεφάλι της προς τα 'κει, νιώθοντας παράλληλα λες και το στομάχι της ήταν γεμάτο με πάγο, σκληρό και απίστευτα κρύο, διαπεραστικό. Το δέρμα της μούδιασε και το ρίγος έφτασε μέχρι κάπου βαθιά. Στην κατεύθυνση που είχαν ακολουθήσει τα μάτια και τα αυτιά της, υπήρχε ένα μεγάλο μπουντουάρ έπιπλο, βαρύ και αριστοκρατικό από σκαλιστό ξύλο εβένου. Μπροστά του βρισκόταν ένα ψηλό, καλαίσθητο σκαμνί καμωμένο από το ίδιο υλικό.
Κι εκεί καθόταν εκείνη.
♡
Καθισμένη έτσι ώστε ν' αντικρίζει τον αστραφτερό οβάλ καθρέφτη του μπουντουάρ, η γυναίκα είχε γυρισμένη την πλάτη της στην υπόλοιπη κάμαρα, και κατά συνέπεια στην Ντάνι.
YOU ARE READING
Ματωμένη Κοντέσα
VampireΌλοι έχουν ακουστά τον θρύλο της ματωμένης κοντέσας με τα εβένινα μαλλιά, το άσπιλο, λευκό δέρμα και τα κατακόκκινα χείλη, της Ελίζαμπεθ Μπάθορι. Τον θρύλο της αιματοβαμμένης κυρίας του Καχτίτσε που διαφεντεύει από τον παλιό, πέτρινο πύργο της στην...