O άνδρας στεκόταν με την πλάτη του κολλημένη στην εσοχή ενός τοίχου. Κάτι στην θρασύτητα της στάσης του φάνηκε γνωστό στην Ντανιζέλα, παρότι το πρόσωπό του ήταν στις σκιές. Το μόνο που μπορούσε να διακρίνει η κοπέλα από αυτή την απόσταση ήταν το περίγραμμα των ώμων του, το μυτερό σχήμα του πιγουνιού του και κάποιες μακριές ανοιχτόξανθες τούφες που το περιβάλλαν. Αυτές ακριβώς ήταν που, τελικά, βοήθησαν την Ντάνι να προσδώσει ένα όνομα στην σκιερή σιλουέτα. Άντορ, σκέφτηκε.
Ο Άντορ Ουζβάρυ έκανε ένα βήμα προς το φως επιβεβαιώνοντας την υποψία της. Η καρδιά της Ντάνι φτερούγισε μέσα στο στήθος της σαν πουλί φυλακισμένο μες στο κλουβί των πλευρών της.
Παρότι είχε συναντήσει τον γιο του κώμη Γιάνος μονάχα μια φορά στη βραχύχρονη διαμονή της στο κάστρο, της ήταν παραπάνω από αρκετή. Θυμήθηκε το πώς είχε στριμώξει ο Άντορ εκείνη την μελαμψή υπηρέτρια, τη Λούκα, στον τοίχο, πώς την είχε σύρει στην αμαρτία, πώς είχε δειλιάσει να την υπερασπιστεί μπροστά στον μαινόμενο πατέρα του. Θυμήθηκε, επίσης, ότι το ίδιο βράδυ η Λούκα δεν επέστρεψε στην κάμαρα του προσωπικού.
Έκτοτε, η τύχη της αγνοούνταν.
Ο Άντορ, ωστόσο, ήταν πάλι εδώ σαν να μην είχε συμβεί τίποτα αξιοσημείωτο στη ζωή του, τίποτα συνταρακτικό. Αμετανόητος κρατούσε μια κούπα ξέχειλη από μπύρα στο χέρι του κι έδειχνε ήδη μεθυσμένος. Στα ασημένια του μάτια, που έγδυναν ξεδιάντροπα τις χορεύτριες, υπήρχε μια βρώμικη, ηδονοθηρική σπίθα, γνώριμη.
Η Ντανιζέλα δεν παραξενεύτηκε διόλου που την είδε εκεί, ταράχτηκε, όμως, σύγκορμη όταν η ματιά του γλίστρησε από τα άλλα κορίτσια και κατέληξε επάνω της. Είχε κάτι μιασματικό ο τρόπος που την κοιτούσε, βέβηλο, σαν να της έλεγε: Πώς σου φάνηκε αυτό που έκανα στη Λούκα; Τι θα έλεγες να το επαναλάβω σε εσένα απόψε;
Μεμιάς η Ντάνι απέστρεψε το βλέμμα της, διακόπτοντας την οπτική τους επαφή. Ήταν τόσο λάθος όλο αυτό, που της φαινόταν σαν να είχε διαπράξει η ίδια κάποια τρομερή κι ασυγχώρητη πράξη. Ήθελε να κάνει κάτι γι' αυτό, να φύγει από εκεί, να χαθεί εντελώς από το οπτικό πεδίο αυτού του άνδρα.
Η Ντάνι σηκώθηκε επάνω, τόσο απότομα που προς στιγμήν ζαλίστηκε, κι ύστερα κίνησε για κάπου, οπουδήποτε, κι ας μην ήξερε πού ακριβώς. Χρειαζόταν ένα καταφύγιο.
♡
«Επ! Για πού το 'βαλες εσύ;» Η Φράνκα άδραξε ξαφνικά το μπράτσο της, τη στιγμή που η Ντάνι προσπαθούσε να παρακάμψει το πλήθος των χορευτών.
YOU ARE READING
Ματωμένη Κοντέσα
VampireΌλοι έχουν ακουστά τον θρύλο της ματωμένης κοντέσας με τα εβένινα μαλλιά, το άσπιλο, λευκό δέρμα και τα κατακόκκινα χείλη, της Ελίζαμπεθ Μπάθορι. Τον θρύλο της αιματοβαμμένης κυρίας του Καχτίτσε που διαφεντεύει από τον παλιό, πέτρινο πύργο της στην...