Λαβύρινθος

278 55 63
                                    


Η Ντάνι είχε απομείνει να κοιτάζει την αιτία του πανικού της με την καρδιά της να καλπάζει σαν αφηνιασμένο άλογο μέσα το στήθος της που ανεβοκατέβαινε. Στην πέτρα απέναντί της υπήρχε σκαλισμένο ένα τερατόμορφο στόμιο υδρορροής, ένα μικρό, κακομούτσουνο γκαρκόιλ που την κοιτούσε περιφρονητικά.

Η Ντάνι το κοίταξε, το αναθεματισμένο για αρκετή ώρα, πασχίζοντας να επιβραδύνει τον παλμό του αίματος που βροντούσε στα αυτιά της και να ξαναδώσει στην κομμένη ανάσα της ρυθμό. Όταν, τελικά, τα κατάφερε του έκανε μια γκριμάτσα, γύρισε το κεφάλι της και απομακρύνθηκε.

Έπειτα από λίγα μέτρα, ανακάλυψε αυτό που αναζητούσε, την πόρτα που οδηγούσε στον κήπο. «Επιτέλους», ξεφύσιξε με ολοφάνερη αγανάκτηση. «Ξανασυναντιόμαστε».

Ο κήπος ήταν ακριβώς όπως τον θυμόταν η Ντανιζέλα, υπέροχος υπό το ασημένιο φως της σελήνης, γεμάτος με πολύχρωμα άνθη και φρουτώδεις ευωδιές, σχολαστικά κουρεμένους θάμνους, ρηχές λιμνούλες, αριστοτεχνικά σμιλεμένα αγάλματα, μικρές κρήνες με καθάριο νερό που έρεε και λυγερά δέντρα που κρατούσαν ακόμη το πυκνό τους φύλλωμά σε πείσμα του χειμώνα που πλησίαζε.

Ήταν στ' αλήθεια ένας παραμυθένιος νεραϊδόκοσμος.

Η Ντανιζέλα περπάτησε επάνω στο λιθόστρωτο, ιώδες μονοπάτι που είχε ακολουθήσει την περασμένη νύχτα, κοιτώντας λαίμαργα γύρω της, απορροφώντας την ομορφιά της πλάσης.

Κινδύνευε σχεδόν να ξεχάσει τον λόγο που την είχε παρασύρει ως εκεί, όταν από κάπου πίσω της ακούστηκε μια φωνή. «Πάλι εδώ;» Η Ντάνι στράφηκε και αντίκρυσε τον Άμαντε Όρος. Απόψε φορούσε ένα φαρδύ πουκάμισο, μπεζ στο χρώμα του πάπυρου, ένα σκούρο παντελόνι κι ένα ζευγάρι βαριές, πέτσινες μπότες. «Σε προειδοποιώ», της είπε περιπαικτικά σαν να τον διασκέδαζε η παρουσία της εκεί, σαν να ήταν ένα χωρατό μόνο για εκείνον. «Αν συνεχίσεις να με επισκέπτεσαι με αυτήν τη συχνότητα τότε θα μας πάρει κάνα μάτι...»

«Και;», τον προκάλεσε εκείνη.

Ο Άμαντε την πλησίασε με τις μπότες του να συνθλίβουν το χλωρό χαλί από γρασίδι και πέτρες. Δεν σταμάτησε παρά μόνο, όταν έφτασε αρκετά κοντά της. «Και», αντιμίλησε με το κεφάλι να κρέμεται επάνω απ' το δικό της, χλωμό και γωνιώδες με μια χάλκινη φράντζα που είχε δραπετεύσει από την αλογοουρά του κι έπεφτε μονόπαντα. «Ίσως πει ότι είμαστε ερωτευμένοι».

Ματωμένη ΚοντέσαWo Geschichten leben. Entdecke jetzt