Ανοιχτή Πληγή

180 43 23
                                    


Ο Άμαντε έμοιαζε με ένα αγρίμι πιασμένο στο δόκανο. Οι καρποί του ήταν δεμένοι σε έναν χοντρό, ξύλινο στύλο που εξείχε από το χωμάτινο έδαφος του κήπου και το πουκάμισο του, το οποίο είχε δεμένο στην ζώνη του παντελονιού του όσο δούλευε κάτω απ' τον ήλιο, ήταν τώρα πεταμένο κατάχαμα. Η ξεγυμνωμένη του πλάτη περίμενε εκτεθειμένη, ευάλωτη και τρωτή, έτοιμη να δεχτεί τα πλήγματα.

Πίσω από τον Άμαντε στεκόταν ένας άγνωστος άνδρας με πρόσωπο τραχύ, γεμάτο βαθιές ρυτίδες και σφιγμένους μυς. Γκρίζα μαλλιά, κουρεμένα τόσο κοντά που φάνταζαν ξυρισμένα, κάλυπταν το κεφάλι του δημιουργώντας ένα γυαλιστερό κράνος από ασήμι. Το κορμί του ήταν ογκώδες και γερό κάτω από την σκουρόχρωμη περιβολή του φρουρού και στο χέρι του φώλιαζε ένα μαύρο μαστίγιο με κόμπους, βαρύ κι ασήκωτο σαν ατσάλινα παλαμάρι.

Tο πανίσχυρο χέρι περίμενε την εντολή του κόμη Ουζβάρυ για να υψωθεί, και μαζί του περίμενε κι ολάκερος ο περίγυρος. Οι έντρομοι υπηρέτες στεκόντουσαν στις θέσεις τους προσπαθώντας να δείχνουν όσο πιο νομιμόφρονες μπορούσαν, έτοιμοι να γίνουν μάρτυρες σε ένα φρικιαστικό δρώμενο, προετοιμασμένοι να μην αποστρέψουν το βλέμμα και να φιμώσουν τους ήχους της αποδοκιμασίας τους με βεβιασμένους, υποκριτικούς επαίνους.

Επειδή έτσι είχε προστάξει ο κόμης.

«Νόμιζες ότι μπορείς να αγγίξεις τον γιό μου, τον ένδοξο απόγονος μιας οικογένειας γαλαζοαίματων και έτσι να δυσφημίσεις ολάκερο τον οίκο των Ουζβάρυ», ισχυρίστηκε ο κόμης, ενώ ακούστηκε πραγματικά οργισμένος. Δεν θα το άφηνε να περάσει έτσι αυτό. Ο Άμαντε Όρος τον είχε αμφισβητήσει και προσβάλει ανεπανόρθωτα μπροστά σε όλο το προσωπικό του κάστρου. Είχε κάνει μια πράξη, ως τότε, αδιανόητη. Και όφειλε να την πληρώσει. Με τη ζωή του. Ο κόμης Ουζβάρυ αδημονούσε ν' αποκαταστήσει την τιμή του, την τιμή των προγόνων και των απογόνων του, και σκόπευε να το κάνει με τον αιματηρότερο τρόπο. Γιατί όχι, άλλωστε; Είχε σκοτώσει υπηρέτες για ευτελέστερους λόγους στο παρελθόν. «Νόμιζες ότι μπορείς να αψηφήσεις την εξουσία και την ανωτερότητα των ευγενών», συνέχισε αγριεύοντας ακόμη περισσότερο. «Να σπιλώσεις με τα χέρια και τα λόγια σου την άμωμο ύπαρξή τους, την εκλογή τους από τον Θεό και τον βασιλιά. Νόμιζες ότι μπορείς να μας αντιμάχεσαι σαν ίσος προς ίσους. Τώρα άφησέ με να σου δείξω πόσο ασήμαντος είσαι....»

Για μια ακόμη φορά τα ψυχρά μάτια του κόμη άφησαν τον Άμαντε και περιπλανήθηκαν στα πρόσωπα που τους είχαν κυκλώσει, πρόσωπα ωχρά, ταλαιπωρημένα και σκελεθρωμένα. Τα πρόσωπα των κατοίκων του Καχτίτσε, πρόσωπα ζωντανών-νεκρών.

Ματωμένη ΚοντέσαOnde histórias criam vida. Descubra agora