Νέο Αίμα

159 40 4
                                    


Αύριο μια νέα σελήνη θ' αναρριχηθεί στον ουρανό, η Ντανιζέλα επαναλάμβανε νοερά όσα ήξερε, προσπαθώντας να ταξινομήσει κάθε σκέψη και γνώση στη σωστή γωνία του εγκεφάλου της. Έπρεπε να το κάνει αυτό, ειδάλλως όλος αυτό κυκεώνας θα την κατάπινε. Αυτό σημαίνει πως από τη γη θα βλέπουν μονάχα τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, συνέχισε να λέει στον εαυτό της, το φως θα χαθεί και όλα θα γίνουν σκοτεινά. Αύριο τα μεσάνυχτα, ο Άμαντε θα με περιμένει στον κήπο του Καχτίτσε, κάτω από τα κλαδιά της γέρικης βελανιδιάς. Θα έχει μαζί του τον Σιλάρντ και λίγες προμήθειες. Θα συναντηθούμε εκεί και θα το σκάσουμε. Ή, έστω, θα προσπαθήσουμε. Θα προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμε από αυτό εδώ το μέρος, από το βασίλειο του φόβου και να πάμε κάπου αλλού, μακριά. Το σκοτάδι και ο χιονιάς θα καλύψουν τα ίχνη μας, κι όποιος προσπαθήσει να μας βρει δεν θα το καταφέρει. Θ' αφήσουμε το κάστρο πίσω μας, και μαζί του τους φρουρούς του. Κι εκείνην.

Η Ντάνι αναρωτήθηκε εάν κάτι τέτοιο ήταν πράγματι δυνατό. Κανείς ποτέ δεν είχε μπορέσει να αφήσει την λαίδη Μπάθορι πίσω του, ν' αποκτήσει ένα μέλλον του οποίου εκείνη δεν θ' αποτελούσε κομμάτι. Μάλιστα, όποιος διασταυρωνόταν μαζί της, έπαυε αυτομάτως να έχει μέλλον ή να ελπίζει σε ένα. Πώς μπορούσε η Ντάνι να πιστέψει ότι θα γλίτωνε από κάτι απ' το οποίο δεν είχε γλιτώσει ποτέ κανένας. Γιατί να ήταν εκείνη η εξαίρεση; Όλοι πίστευαν πως θα εξαιρεθούν και κανείς ποτέ δεν εξαιρούνταν.

Εάν η Ντάνι διέφερε σε κάτι απ' όλους τους υπόλοιπους ήταν ότι κάπου στην πορεία είχε αποκτήσει δύο σύμμαχους: Τον Άμαντε που ήταν θαρραλέος και τρελός και υπέροχος και έτοιμος να την πάρει από 'κει, και την Ελένα, που της είχε φανερώσει την αλήθεια και της είχε προσφέρει όπλα για να πολεμήσει τον εφιάλτη. Έναν εφιάλτη που είχε κοψιά γυναικεία και θελκτική, κάτω από την οποία παραμόνευε μια ψυχή κατακρεουργημένη και μια φύση δαιμονική. Στριγκόι, αυτή η λέξη αναδυόταν κάθε τόσο στην θάλασσα της μνήμης της Ντάνι. Σήμαινε βαμπίρ στα παλιά ρουμανικά, βρικόλακας, δαίμονας του αίματος. Σήμαινε ότι η Ελίζαμπεθ Μπάθορι ήταν ένα πλάσμα του σκότους, κάτι που θα έπρεπε να συνοδεύει τις λεγεώνες του Εωσφόρου, αντί να διαφεντεύει σ' ένα από τα ισχυρότερα και πιο επιφανή κάστρα της Τρανσυλβανίας. Σήμαινε ότι ο δυτικός πύργος δεν ήταν απλά ένα υπερυψωμένο μέρος του κάστρου, αλλά η φωλιά ενός βδελύγματος που τρεφόταν με το αίμα που κυλούσε στις φλέβες των ανθρώπων, μαζί με τον τρόμο που ήταν εξίσου πυκνός και σκούρος. Κι απ' όλους τους ανθρώπους που μπορούσε να έχει στην διάθεση της, εκείνη είχε επιλέξει να τρέφεται με τις κοπέλες εκείνες που είχαν τις αγνότερες καρδιές, καρδιές που μετέφεραν ιερό αίμα σε νεαρά κορμιά, άσπιλα, παρθένα. Εάν ανακάλυπτε ότι δεν μπορούσε να τις έχει, τότε βεβαιωνόταν ότι δεν θα τις είχε και κανείς άλλος. Οι πιστές ήταν δικές της και οι άπιστες προορίζονταν για την Σιδηρά Κόρη.

Ματωμένη ΚοντέσαWhere stories live. Discover now