Η Ντανιζέλα ήξερε ότι στην αυλή του Καχτίτσε υπήρχε ένα μικρό, πέτρινο παρεκκλήσι. Το είχε δει από ψηλά όταν είχε σταθεί στο ημικυκλικό μπαλκόνι της μεγάλης σάλας, ατενίζοντας όλα όσα απλώνονταν από κάτω, και είχε διασταυρωθεί μαζί του σε ανύποπτες στιγμές κατά τις νυχτερινές της περιπλανήσεις. Πάντοτε ήταν απασχολημένη ή προσηλωμένη σε κάτι άλλο, γεγονός που την είχε κρατήσει μακριά του. Απόψε όμως τίποτα δεν θα την σταματούσε. Έπρεπε να είναι εκεί.
Η Ντάνι είχε επιστρέψει στον κήπο διασχίζοντας την περίμετρο του κάστρου κι αφήνοντας τα βήματα της να την οδηγήσουν στον προορισμό της. Είχε ανάγκη να νιώσει την παρουσία του Θεού, το φως και την καθοδήγηση του. Ήθελε να αφεθεί στην αγιοσύνη Του και να Του επιτρέψει να εξαγνίσει την ψυχή της. Ήθελε να προσευχηθεί και να πειστεί ότι Εκείνος την άκουγε, ότι θα έδιωχνε μακριά τις νοερές αράχνες που την είχαν παγιδεύσει στον ιστό τους, ότι θα έκανε τα αόρατα νήματα με τα οποία την είχαν δέσει να εξαϋλωθούν, ελευθερώνοντας την.
Μα πάνω απ' όλα η Ντανιζέλα είχε ανάγκη να προσευχηθεί.
Να προσευχηθεί για τον Άμαντε και για την Άλις, για την Φράνκα και τις άλλες δέκα επίλεκτες που δεν είχαν επιστρέψει ποτέ πίσω. Και για την σωτηρία της ψυχής της. Ένιωθε ότι κι αυτή ακόμη διακυβευόταν απόψε.
Ο κήπος παρέμενε το ίδιο νεκρό τοπίο που η Ντάνι είχε αντικρίσει το περασμένο πρωινό. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός, τα δέντρα μίζερα μαραμένα και τα γυμνά τους κλαδιά διεστραμμένα. Το θέαμα την έκανε να νιώσει αδικημένη, σαν να είχε κάτι δικό της, ιερό κι ακριβοθώρητο, έναν θησαυρό που της τον είχαν κλέψει και της είχαν δώσει έναν άλλο γι' αντάλλαγμα, έναν κάλπικο θησαυρό.
Ετούτος εδώ δεν ήταν πια ο κήπος της, ο κήπος με τα λουλούδια και τα αστέρια που αποτελούσε το καταφύγιο της με τον Άμαντε. Όχι, ο χώρος αυτός είχε πια γίνει αγνώριστος, είχε βεβηλωθεί όχι από το στίγμα του χειμώνα, αλλά από το αίμα του που πότισε το έδαφος, που λέρωσε το λιθόστρωτο και σχημάτισε άλικα ποτάμια παντού.
Για την Ντανιζέλα ο κήπος δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος.
Βεβαιώθηκε για αυτό όταν σε ένα σημείο της διαδρομής είδε τον χοντρό, ξύλινο στύλο που εξείχε από το παγωμένο, χωμάτινο έδαφος. Τα λερωμένα με αίμα σχοινιά που είχαν φυλακίσει τους καρπούς του Άμαντε, αφήνοντας τον στο έλεος του κόμη Ουζβάρυ ήταν ακόμη εκεί, ανεμίζοντας στον αέρα. Έμοιαζαν σαν να γνέφουν, να την χαιρετούν για να κάνουν την φρικτή ανάμνηση εντονότερη.
![](https://img.wattpad.com/cover/83523975-288-k676006.jpg)
YOU ARE READING
Ματωμένη Κοντέσα
VampireΌλοι έχουν ακουστά τον θρύλο της ματωμένης κοντέσας με τα εβένινα μαλλιά, το άσπιλο, λευκό δέρμα και τα κατακόκκινα χείλη, της Ελίζαμπεθ Μπάθορι. Τον θρύλο της αιματοβαμμένης κυρίας του Καχτίτσε που διαφεντεύει από τον παλιό, πέτρινο πύργο της στην...