Ο Άμαντε και η Ντανιζέλα είχαν επιστρέψει στον σκουροπράσινο λαβύρινθο του Καχτίτσε, όπου κινούνταν μέσα από τους χαοτικούς διάδρομους και τις περίπλοκες διασταυρώσεις που έμοιαζαν όλες ίδιες. Περπατούσαν ανάμεσα απ' τον κισσό και τα βρύα αποφεύγοντας τα μανιτάρια με τις λευκές φυσαλίδες και τις καφετιές πιτσίλες, που φαίνονταν σαν αν τα 'χαν ραντίσει με κανέλα.
Τα ερωτήματα που είχαν ανακύψει ήταν τόσα πολλά και κάθε ένα τους απαιτούσε μια άμεση, σαφή κι ολοκληρωμένη απάντηση, ειδάλλως το σχέδιο θα καθίστατο αποστολή αυτοκτονίας. Πού θα συναντιούνταν; Σε ποια ακριβώς ώρα της ημέρας και της νύχτας; Πώς θα απέφευγαν τους υπόλοιπους κατοίκους του Καχτίτσε; Πώς θα ταξίδευαν και προς τα πού; Γιατί;
Ο Άμαντε αποφάσισε να λύσει μια από τις απορίες της Ντάνι που φάνταζε ως η πιο βασική και θεμελιώδης. Πώς στην ευχή θα κατόρθωναν να βγουν από το κάστρο; Όπως ήταν λογικό εκείνη είχε φανταστεί ότι θα έπαιρναν τον Σιλάρντ και καβαλώντας τον θα έτρεχαν να φύγουν από την κεντρική πύλη του Καχτίτσε, την μοναδική πύλη του, έχοντας μια ντουζίνα εξαγριωμένους φρουρούς και φύλακες να βρίσκονται στο κατόπι τους. Αυτή ήταν μια πολύ κακή ιδέα.
Ο Άμαντε ήξερε ότι η έξοδος τους έπρεπε να γίνει με πάση μυστικότητα.
Και ήξερε ακριβώς πώς να την επιτύχει.
Το μονοπάτι που είχε πάρει τους οδήγησε στον γνώριμο τοίχο με τα ωραία, γαλάζια ανθοπέταλα. Ο Άμαντε παραμέρισε την ανοιχτόχρωμη κουρτίνα των μπουμπουκιών, όπως είχε, άλλωστε, κάνει πολλές φορές στο παρελθόν, και είδε να φανερώνεται από πίσω της το μυστικό πέρασμα προς το ξέφωτο με το ψηλό χορτάρι, τα στάχια και τα αγριολούλουδα.
«Τι κάνουμε εδώ;», ρώτησε η Ντάνι αντικρίζοντας το.
«Άσε με να σου δείξω».
Ο Άμαντε πήρε το χέρι της και την παρέσυρε μέσα από την πυκνή, ψηλόλιγνη βλάστηση. Διέσχισαν την τεράστια έκταση, έφτασαν τον λόφο από μεγάλες εβένινες πέτρες και λίθους που δεν είχαν αναγερθεί ποτέ στην αγαλμάτινη μορφή της Κόμισσας Μπάθορι. Προσπέρασαν το θλιβερό σκιάχτρο που σάλευε μονάχο του στον άνεμο και λίγο πιο πέρα έφτασαν στην παρυφή του λιβαδιού, εκεί όπου πίσω από κάτι τεράστια δέντρα υψωνόταν ο πανύψηλος μαντρότοιχος που σηματοδοτούσε τα όρια του κάστρου. Πίσω από αυτόν δεν υπήρχε τίποτα άλλο, παρά μόνο η απεραντοσύνη των βουνών.
YOU ARE READING
Ματωμένη Κοντέσα
VampireΌλοι έχουν ακουστά τον θρύλο της ματωμένης κοντέσας με τα εβένινα μαλλιά, το άσπιλο, λευκό δέρμα και τα κατακόκκινα χείλη, της Ελίζαμπεθ Μπάθορι. Τον θρύλο της αιματοβαμμένης κυρίας του Καχτίτσε που διαφεντεύει από τον παλιό, πέτρινο πύργο της στην...