Η σιγαλιά ήταν εκκωφαντική κάτω από τα κλαδιά της γέρικης βελανιδιάς. Η Ντανιζέλα καθόταν σε μια μικρή κουφάλα στην βάση του χοντρού κορμού, περιμένοντας, καρτερώντας τον Άμαντε και τον Σιλάρντ. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα και οι δυο τους δεν είχαν φανεί. Η Ντάνι έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της ότι θα ερχόντουσαν από στιγμή σε στιγμή, ότι θα της φανερώνονταν μέσα από τις πυκνές χιονονιφάδες που έπεφταν αλλεπάλληλα απ' τον νυχτερινό ουρανό.
Σταμάτησε να φυσάει και να ξεφυσάει σαν τσαγερό, έπαψε να κοπανάει τα πόδια της στον κορμό του δέντρου και είπε στον εαυτό της να κάνει υπομονή. Έκατσε τότε ακίνητη μέσα στο μικρό κοίλωμα και τέντωσε τα αυτιά της προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί, να εντοπίσει τον ήχο από πόδια και οπλές που σκάβουν το χιόνι περπατώντας. Η ακοή της συνέλαβε μονάχα το ουρλιαχτό του ανέμου, που πότε λυσσομανούσε και πότε κόπαζε. Τώρα ακουγόταν ξανά υπόκωφο μα έντονο, σαν το ουρλιαχτό των λύκων στα βουνά ολόγυρα του κάστρου. Πέραν αυτού, δεν άκουσε τίποτα. Κι αν είχαν ήδη φτάσει ως εκεί; Αν στεκόντουσαν λίγα μόλις μέτρα παραπέρα και δεν την έβλεπαν εξαιτίας της ανόητης κρυψώνας της;
Η Ντάνι πήδηξε από την θέση της μεμιάς έξω στην παγωνιά. Ένα ρεύμα πολικού ψύχους την χτύπησε απευθείας κι εκείνη τυλίχτηκε σφιχτά με την καφετιά κάπα που της είχε χαρίσει ο Άμαντε και φόρεσε την κουκούλα. Ο αγέρας που θέριευε την καταβρόχθισε ολάκερη, πέρασε μέσα από την κάπα φουσκώνοντάς την και δάγκωσε το σώμα της, παγωμένοι κρύσταλλοι σφηνώθηκαν κάτω απ' το ύφασμα περονιάζοντας κάθε της εκατοστό.
«Άμαντε;», είπε τουρτουρίζοντας. Το κρύο την έκανε να τρέμει σύγκορμη, τα δόντια της κροτάλιζαν δυνατά χτυπώντας μεταξύ τους. Η Ντάνι αναγκάστηκε να σφίξει το σαγόνι της για να σταματήσει τον απαίσιο ήχο. «Άμαντε», ξανάπε κάνοντας μια στροφή γύρω απ' τον εαυτό της. «Είσαι 'δω;»
«Ο Όρος δεν είναι εδώ», αποκρίθηκε μια τραχιά φωνή. «Μου είπε όμως ότι θα σε 'βρισκα κάτω από την αναθεματισμένη την βελανιδιά».
Η Ντάνι αναπήδησε αιφνιδιασμένη. Την ήξερε ετούτη την φωνή, ανήκε σε έναν άντρα τυραννικό και άτεγκτο, αυστηρό και κτηνώδη. Σε κάποιον που δεν ήταν ο Άμαντε, που δεν είχε τίποτα κοινό μαζί του.
Η καρδιά της Ντανιζέλα βούλιαξε, όταν είδε τον κόμη Γιάνος Ουζβάρυ-Φίκο να κάνει την εμφάνιση του πίσω από ένα κοντινό δέντρο με παχύ κορμό. Είχε βρει κι εκείνος μια κρυψώνα στα δέντρα ετούτο το θυελλώδες βράδυ, και την είχε μόλις αφήσει για να πλησιάσει την Ντάνι, να την φτάσει και να ματαιώσει κάθε της σχέδιο, να τσακίσει κάθε της ελπίδα.
ESTÁS LEYENDO
Ματωμένη Κοντέσα
VampirosΌλοι έχουν ακουστά τον θρύλο της ματωμένης κοντέσας με τα εβένινα μαλλιά, το άσπιλο, λευκό δέρμα και τα κατακόκκινα χείλη, της Ελίζαμπεθ Μπάθορι. Τον θρύλο της αιματοβαμμένης κυρίας του Καχτίτσε που διαφεντεύει από τον παλιό, πέτρινο πύργο της στην...