Δραπέτες

280 54 29
                                    


Μέσα στο μικρό ακατάσχετο χάος του αποκομμένου δωματίου υπήρχαν τρία σημεία που ξεχώριζαν: Ένας μελαψός άνδρας, ένας ανοιχτόχρωμος άνδρας με κοντοκουρεμένα σαν κράνος ξανθά μαλλιά κι ανάμεσά τους ένας πάνινος σάκος γεμάτος ασημικά. Τα αστραφτερά αντικείμενα διέφεραν μεταξύ τους: κοσμήματα, κηροπήγια, κορνίζες και πάνω πάνω κάτι πρόχειρα πεταμένα μαχαιροπίρουνα που έλαμπαν με μια προδοτική, μεταλλική λάμψη. Όλα αυτά τα φαινομενικά άσχετα πράγματα μπορούσαν να έχουν συγκεντρωθεί στο εσωτερικό του σάκου, υπό μια και μόνο κοινή ιδιότητα. 

Κλοπιμαία, συνειδητοποίησε σοκαρισμένη η Ντάνι. Ήταν κλοπιμαία. 

Η Ντάνι αναγνώρισε τους δύο άνδρες από την συζήτηση που είχε κάνει με την Φράνκα στο μεγάλο, ημικυκλικό μπαλκόνι, υπό το φως του καταμεσήμερου. Ήταν ο Ίστβαν και ο Γκάμπορ, δύο από τους ξυλοκόπους που κοπίαζαν νωρίτερα στον κήπο. Από μακριά της είχαν φανεί εργατικοί, ταπεινοί και τίμιοι, μα τώρα εδώ, με τη λεία τους ξεδιάντροπα χωμένη μέσα στον πάνινο σάκο, η Ντάνι έβλεπε μια νέα πτυχή τους, λιγότερο... έντιμη.

«Δ-δεν είναι αυτό που νομίζεις», έσκουξε αλαφιασμένος ο ένας από αυτούς, ο Ίστβαν. Πράγμα που έπεισε την Ντάνι ότι η σκηνή, που εκτυλισσόταν μπροστά της, ήταν ακριβώς αυτό που νόμιζε εξαρχής. 

Καταπατώντας τους πιο θεμελιώδεις νόμους του Καχτίτσε περί πίστης και αφοσίωσης, φιμώνοντας τη συνείδηση και την κοινή λογική, οι δύο τους διέπρατταν μια πρωτοφανή προδοσία: Έκλεβαν. Έκλεβαν ενώ γνώριζαν πολύ καλά το ρίσκο και τις συνέπειες που θα έπονταν των ακατανόμαστων πράξεων τους. Το Καχτίτσε δεν συγχωρεί, είχε πει η Φράνκα. Ήταν μια πανθομολογούμενη αλήθεια, μια αλήθεια που την είχαν ενστερνιστεί όλοι οι κάτοικοι του κάστρου. Εκτός από αυτούς τους δύο.

Είναι τρελοί, κατέληξε η Ντάνι κοιτώντας και ξανακοιτώντας τη σκηνή, βρίσκοντάς την εξίσου αδιανόητη όσες στιγμές κι εάν περνούσαν. Πώς μπορούσαν να τα τινάσσουν όλα στον αέρα για έναν μπόγο με ασημικά; Πώς δέχτηκαν να πάρουν αυτό το ρίσκο; ρώτησε σιωπηλά τον εαυτό της για πολλοστή φορά, κι ύστερα γύρισε πίσω, στην αρχική της σκέψη. Το πήραν, διότι είναι τρελοί. Ναι, θεότρελοι!

Παρόλα αυτά, όσο περισσότερο τους κοιτούσε η Ντανιζέλα δεν διέκρινε κάποιου είδους τρέλα στα μάτια τους. Αυτό που αντίκρισε ήταν τρόμος, αμφιβολία, σύγχυση και προοδευτικά μια δόση ενοχής, την κλασσική δόση ενοχής που πηγάζει από όλους τους εγκληματίες, όταν πιάνονται στα πράσα. Όσο περισσότερο τους κοιτούσε η Ντάνι τους έβλεπε, όπως πραγματικά ήταν: ελλαττωματικοί και τέλειοι, μέσα στην ελλαττωματική και τέλεια ανθρωπιά τους. 

Ματωμένη ΚοντέσαDonde viven las historias. Descúbrelo ahora