Κεφάλαιο 33

1.4K 167 5
                                    

«Σε τι αναφέρεσαι Έλενα; Και δεν κατάλαβα αντί να βάλω εγώ τις φωνές που βγήκες με τον άλλον τον και καλά 'φίλο' σου μου φωνάζεις εσύ;» Μου είπε κάπως δυνατά και σηκώθηκε από την θέση του ενώ το πρόσωπο του είχε σκοτεινιάσει.

«Άσε τον Έρικ στην ησυχία του! Τουλάχιστον αυτός δεν με έχει φλομώσει στο ψέμα όπως έχεις κάνει εσύ όλον αυτόν τον καιρό!» Του απάντησα με τον ίδιο τόνο, καθώς τα νεύρα μου είχαν σπάσει και περίμενα ανυπόμονα για απαντήσεις.

«Πότε σου είπα εγώ ψέματα; Τι λες;» Με κοίταξε αυτή την φορά μπερδεμένος και πιο ήρεμος καθώς προσπαθούσε να με καταλάβει.

«Τι λέω; Λέω για το γεγονός πως δεν είσαι απλά ένας οδηγός Τζαξ! Πως δουλεύεις κανονικότατα για τον πατέρα μου παρέχοντας του πληροφορίες που ούτε να φανταστώ δεν θέλω, από πού τις μαθαίνεις. Όταν έμαθα για το παρελθόν σου δεν μπήκες καν στον κόπο να μου πεις πως ο πατέρας μου γνωρίζει ήδη γι'αυτό. Γιατί τόσα μυστικά Τζαξ; Εγώ σε εμπιστεύτηκα σου έδειξα τον εαυτό μου κι εσύ έτσι μου το ανταποδίδεις; Με ψέματα; Δεν ξέρω ποιος είσαι πια.» Του είπα και ταυτόχρονα πάλευα να συγκρατήσω το χάος των συναισθημάτων που με είχε κυριεύσει. Και εκεί που έψαχνα στο βλέμμα του την μετάνοια ή έστω την έκπληξη που τα έμαθα όλα αυτά, αντ' αυτού συνάντησα στα μάτια ένα κενό. Κανένα συναίσθημα. Τίποτα. Απλά χαμήλωσε το βλέμμα του πήρε μια ανάσα και με ξανά κοίταξε.

«Ο Έρικ στα είπε όλα αυτά;»

«Γιατί έχει σημασία; Δεν είναι αλήθεια;» Τον ρώτησα με την απειροελάχιστη ελπίδα πως ίσως με διαψεύσει.

«Αλήθεια είναι.» Πάει κι αυτή η μικρή ελπίδα που είχα.

«Δεν έχεις να πεις τίποτα;»

«Μην περιμένεις να σου ζητήσω συγνώμη Έλενα γιατί δεν θα το κάνω. Η δουλειά μου δεν έχει καμία σχέση με εμάς.» Με κοίταξε με την σοβαρότητα να γεμίζει το πρόσωπο του.

«Μάλιστα. Δηλαδή δεν θα πρεπε να ξέρω πως ο πατέρας μου ξέρει τα πάντα για σένα; Δεν θα έπρεπε να ξέρω πως είσαι επικίνδυνος;» Τον κοίταξα βαθιά στα μάτια και χάθηκα στο χρώμα τους. Η τελευταία μου αυτή πρόταση τον επηρέασε σημαντικά.

«Με θεωρείς επικίνδυνο;» Έκανε ένα αργό βήμα και με πλησίασε. Έπιασε με το χέρι του το πιγούνι μου και το σήκωσε προκαλώντας το βλέμμα μου να συναντήσει το δικό του. «Με φοβάσαι;» Με ρώτησε με την φωνή του να χαμηλώνει και να σηκώνει κάθε τρίχα του σώματος μου. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και τα χέρια μου έτρεμαν ελαφρά.

Ο ΟδηγόςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang