Την Κυριακή το πρωί είχαν επιστρέψει οι γονείς μου. Είχαν κανονίσει το βράδυ να πάμε σε μια δεξίωση. Πόσο τα βαριέμαι αυτά. Άνθρωποι με λεφτά προσποιούμενοι πως τα έχουν όλα ενώ στην πραγματικότητα είναι άδειοι μέσα τους. Ακριβά κοσμήματα, ψεύτικα χαμόγελα, υποκριτικά κομπλιμέντα. Ωραία θα περάσουμε .
«Σου έφερα αυτό το φόρεμα για να το φορέσεις απόψε.» Μου είπε η μητέρα μου καθώς έμπαινε στο δωμάτιο μου, κρατώντας στα χέρια της ένα μακρύ κόκκινο φόρεμα.
Μπορεί να μην μου αρέσουν αυτές οι εκδηλώσεις αλλά σίγουρα μαρέσουν αυτά τα φορέματα.
«Μαμά είναι υπέροχο. Σε ευχαριστώ πολύ.» Της είπα και την φίλησα στο μάγουλο.
«Τίποτα γλυκιά μου. Ξεκίνα να ετοιμάζεσαι.»
Κι έτσι άρχισα να κάνω τα μαλλιά μου μπούκλες, να βάφομαι και τέλος φόρεσα αυτό το πανάκριβο αλλά ταυτόχρονα πανέμορφο φόρεμα.
Αφού ετοιμάστηκα, πήρα την μικρή μου χρυσή τσάντα και κατέβηκα προς το σαλόνι. Στο τέλος της σκάλας με περίμενε ο Τζαξ. Καθώς κατέβαινα μπορούσα να τον δω να με κοιτάει επίμονα. Το βλέμμα του με σκότωσε. Ο χρόνος κυλούσε αργά και η όλη σκηνή μου θύμιζε ρομαντική ταινία. Ένιωθα πως η καρδιά μου θα εκραγεί. Τα πόδια μου τα ένιωθα αδύναμα και μπορούσα να νιώσω τα χέρια μου να τα τρέμουν. Πως μπορεί να μου το κάνει αυτό μόνο με ένα βλέμμα;
Και σαν κλασική απρόσεκτη Έλενα που είμαι παραπάτησα στο τελευταίο σκαλοπάτι. Δεν έπεσα όμως με τα μούτρα στο πάτωμα. Ήταν ο Τζαξ εκεί για να με πιάσει. Και κάπως έτσι κατέληξα να κρατιέμαι στην αγκαλιά του, με τα γυμνασμένα μπράτσα του να με κρατάνε.
«Είσαι καλά;» Με ρώτησε και μπορούσα να δω στα μάτια του μια ειλικρινής ανησυχία.
«Καλά είμαι. Σε ευχαριστώ.» Του χαμογέλασα. Και μου χαμογέλασε.
Τώρα ο χρόνος είχα παγώσει κανονικά. Δεν έβλεπα τίποτα άλλο πάρα τα μάτια του που είχαν το χρώμα του ουρανού και μπορούσαν να διαβάσουν με ευκολία τα δικά μου. Ήθελα να μείνω για πάντα σε αυτή την στιγμή. Αλλά αυτό είναι αδύνατο.
«Πάμε;» Μας διέκοψε ο πατέρας μου, καταστρέφοντας την πιο όμορφη στιγμή της ζωής μου.
«Πάμε.» Είπε ο Τζαξ και μου άνοιξε την πόρτα του σπιτιού για να βγούμε.
Ο Τζαξ είναι αυτός που μας πήγε μιας και αυτός θα με γυρνούσε σπίτι αφού θα έφευγα πιο νωρίς από τους γονείς μου. Επιπλέον κάτι άκουσα πως ο πατέρας μου ήθελε να τον γνωρίσει σε μερικούς γνωστούς του. Δεν ξέρω γιατί.
Σε όλη την διαδρομή δεν μπορούσα να βγάλω λέξη. Καθόμουν μαζί με την μητέρα μου στο πίσω κάθισμα. Ανά διαστήματα σήκωνα το βλέμμα μου και μπορούσα να δω τον Τζαξ να με κοιτάει από τον καθρέφτη του οδηγού. Η καρδιά μου δεν μπορούσε να ησυχάσει. Τι είναι αυτό το πράγμα πια;
Μετά από δεν ξέρω κι εγώ από πόση ώρα φτάσαμε σε ένα υπερπολυτελές ξενοδοχείο. Αφού αφήσαμε το αυτοκίνητο στον παρκαδόρο, οι γονείς μου προχωρούσαν μπροστά κι εγώ με τον Τζαξ ακολουθούσαμε. Δεν ανταλλάξαμε κανένα βλέμμα. Καμία λέξη.
Μόλις μπήκαμε μέσα ξεκίνησε η παράσταση. Ίσια πλάτη, πλατύ χαμόγελο , προσεκτικά λόγια.
Οι γονείς μου χωρίστηκαν και μιλούσαν με διάφορους. Ο Τζαξ ήταν με τον πατέρα μου κι εγώ με την μητέρα μου. Μετά από μερικές συζητήσεις πλησίασα το μπαρ να πάρω κάτι να πιω. Βασικά κάτι ακόμα γιατί το πρώτο ποτήρι σαμπάνιας το είχα ήδη πιει.
Καθώς έπινα το ποτό μου διέκρινα στην άλλη μεριά του δωματίου τον Τζαξ. Ήταν τόσο όμορφος και γοητευτικός απόψε. Πόσο ακόμα πια;
«Είσαι πανέμορφη σήμερα μωρό μου.»
Ωχ γαμώτο το ξέχασα πως κι ο Στέφαν θα ήταν εδώ απόψε. Για κάποιον λόγο μου φαινόταν τόσο λίγος μπροστά στον Τζαξ, παρόλο που ήταν κούκλος, με το κοστούμι να του πηγαίνει τέλεια, δεν είχε αυτό το 'κάτι' που έχει ο Τζαξ.
«Κι εσύ καλός είσαι.» Απάντησα όσο κι αν ήθελα να προσποιηθώ πως δεν τον είδα.
Κάτι μου έλεγε αλλά δεν τον άκουγα ιδιαίτερα. Ο Τζαξ γύρισε το κεφάλι του και μας είδε. Το πρόσωπο του σκοτείνιασε.
«Έλενα; Σου μιλάω.» Με επανέφερε ο Στέφαν.
«Τι;»
«Που χαζεύεις;»
«Πουθενά απλά κουράστηκα. Έχουμε και σχολείο αύριο. Καλύτερα να πηγαίνω.»
«Μα είναι μόνο 11 η ώρα. Τέλος πάντων. Θέλεις να σε πάω σπίτι;»
«Όχι ευχαριστώ. Είναι ο οδηγός μου εδώ.» Του είπα και κοίταξα τον Τζαξ με νόημα.
Αποχαιρέτησα τον Στέφαν και προχώρησα προς την μητέρα μου να της πω πως θέλω να φύγω. Με την άδεια της ενημέρωσα και τον πατέρα μου κι αφού αποχαιρετήσαμε εγώ κι ο Τζαξ κάποιους ανθρώπους βγήκαμε έξω.
Μόλις κάτσαμε στο αυτοκίνητο γύρισε το βλέμμα του πάνω μου.
«Γιατί ήθελες να φύγουμε από τώρα; Δεν σάρεσε η παρέα σου;» Μου είπε ειρωνικά υπονοώντας τον Στέφαν.
«Κι εσένα γιατί σε νοιάζει;» Του απάντησα σηκώνοντας το ένα φρύδι και χαμογελώντας δειλά.
Εε Τζαξ; Γιατί σε νοιάζει;
Αυτό το κεφάλαιο είναι από τα αγαπημένα μου γι'αυτό ελπίζω να σας αρέσει εξίσου πολύ. Τα φιλιά μου ♥
YOU ARE READING
Ο Οδηγός
Teen FictionΌταν μεγαλώνεις σε έναν κόσμο οπού το χρήμα και η δύναμη κυριαρχούν , χάνεις κάθε πίστη στην αγάπη και στα αληθινά αισθήματα. Έτσι κι εγώ. Δεν πίστευα στον έρωτα μέχρι που τον γνώρισα. Τον άνθρωπο που με τρελαίνει και με κάνει να ανατριχιάζω με κάθε...