Έθερλεντ Χολ, 1857 (5 χρόνια μετά)
Ήταν μια τέλεια καλοκαιρινή μέρα. Ζεστή, ηλιόλουστη, ασυννέφιαστη. Τέλεια σε όλα, με εξαίρεση ένα γεγονός. Ήταν η μέρα της κηδείας του Μαρκησίου του Έθερλεντ. Ο θάνατος είχε έρθει ξαφνικά, απρόσμενα. Ήταν πενήντα μόλις χρόνων και έδειχνε υγιής. Ο πατέρας του ήταν μια χαρά στα εβδομήντα τέσσερα χρόνια του. Εκείνον όμως τον είχε χτυπήσει μια βαριά γρίπη και μέσα σε λίγες μέρες πέθανε. Καθώς η κηδεία του γινόταν στην εξοχή, είχαν έρθει μόνο καμία εκατοστή άτομα. Αριστοκράτες, γαιοκτήμονες, μικροκαλλιεργητές, δούκες, κόμητες, και διάφοροι χωρικοί. Κάνεις τους δεν είχε έρθει επειδή αγαπούσε τον μακαρίτη. Ο Μαρκήσιος William Alan ήταν ένας διανοούμενος που ζούσε κλεισμένος στη βιβλιοθήκη του ή ταξίδευε σε εξωτικά μέρη. Κάποιοι είχαν έρθει από σεβασμό στον νεκρό. Άλλοι από καθήκον. Καθήκον προς τον κύριο του Έθερλεντ, καθήκον προς τον πατέρα του, τον δούκα του Χάμερσμιθ. Μέχρι και η βασίλισσα είχε στείλει τα συλλυπητήρια της. Όλοι όμως σχολίαζαν χαμηλόφωνα πόσο παράξενη ήταν η επιθυμία του William, που είχε ζητήσει να θαφτεί στο Έθερλεντ Χολ, στην εξοχή, αντί για το μεγαλόπρεπο μαυσωλείο του Χάμερσμιθ Χάους, όπου αναπάυονταν ολοι οι πρόγονοι του. Η Aurora έκανε ότι μπορούσε για να παρηγορήσει τον δούκα, ο οποίος ήταν το στήριγμα της αυτά τα πέντε χρόνια. Τον κρατούσε αγκαλιά καθώς εκείνος έκλαιγε το μοναχοπαίδι του. Η θλίψη του είχε γίνει και δική της. Τα δάκρυα θόλωναν τα μάτια της, καθώς έξι άντρες έφερναν το φέρετρο σηκωμένο στους ώμους τους. Στη μέχρι τώρα ζωή της είχε παρευρεθεί μόνο σε άλλη μια κηδεία: του πατέρα της, όταν ήταν δέκα χρονών. Στη μνήμη της υπήρχαν ακόμα ολοζώντανοι ο πόνος, η αγωνία και η οδύνη. Εκείνη η κηδεία όμως δεν είχε καμία σχέση με αυτή εδώ. Ο πατέρας της ήταν ένας ονειροπόλος Αμερικάνος χωρίς καμία περιουσία και εκείνη είχε μείνει ολομόναχη, χωρίς άλλη οικογένεια, αφού η μητέρα της είχε πεθάνει στη γέννα. Η σύντομη και λιτή κηδεία που είχε γίνει στην Βοστόνη την παρακολούθησαν μόνο μερικοί γείτονες. Και στον τάφο πήγαν μόνο εκείνη και ο παπάς. Λίγο καιρό μετά, η Aurora έφυγε για πάντα από την Αμερική, για να ζήσει με την αδερφή της μητέρας της. Τώρα, έσφιγγε το, μπράτσο του δούκα, και ευχόταν να μπορούσε να διώξει τον πόνο του κι ας ήξερε ότι δεν γινόταν. Αυτά τα πέντε χρόνια ο δούκας ήταν ο πιο αγαπητός της φίλος. Η χήρα του Έθερλεντ έριξε ένα λουλούδι στον τάφο. Το πρόσωπο της Ailise ήταν χλωμό, τα γαλαζοπράσινα μάτια της φαινόντουσαν βουρκωμένα πίσω από το κατάμαυρο βέλο της, αλλά στεκόταν στητή και ευθυτενής.
Κανείς δεν τόλμησε να την πλησιάσει για να την παρηγορήσει, ούτε καν η Aurora, που παρά τις διάφορες τους, τη συμπαθούσε βαθιά. Φτυαριες χώμα άρχισαν να πέφτουν πάνω στο φέρετρο. Ανάμεσα στους παρευρισκόμενους εκδηλώθηκε κάποια ένταση. Η Aurora όμως δεν έδωσε καμία σημασία, όλη τη μέρα είχε φροντίσει να αγνοεί τους πάντες, όπως την αγνοούσαν και αυτοί τόσα χρόνια. Καθώς όμως στεκόταν στο πλευρό του δούκα, αυτό δεν ήταν εύκολο. Οι χωριάτες που την κορόιδευαν και την καταδίκαζαν στην πιο δύσκολη περίοδο της ζωής της, η ντόπια αριστοκρατία που την κουτσομπόλευε και δεν πήγαινε ποτέ να την επισκεφτεί, οι μεγάλοι άρχοντες που δεν τους γνώριζε καν, γιατί δεν είχε τολμήσει ποτέ της να πάει στο Λονδίνο, της έσφιγγαν τώρα το χέρι και μουρμούριζαν συλλυπητήρια. Ύστερα στρέφονταν στον δούκα και η έκφραση τους άλλαζε μονομιάς. Οι χωριάτες ήταν ανήσυχοι, οι ντόπιοι ευγενείς και οι άνθρωποι της τάξης του όλο σεβασμό. Αρκετοί ομότιμοι του τον αγκάλιαζαν. Η ένταση δεν υποχωρούσε. Ένα μουρμουρητό ακουγόταν και κεφάλια γύριζαν στην αντίθετη κατεύθυνση. Κοίταξε και η Aurora. Και για μια στιγμή νόμισε ότι ο κόσμος της διαλυόταν. Λίγο πιο πέρα από τον τάφο στεκόταν μια κατάμαυρη άμαξα με το οικόσημο των Λάιονς ζωγραφισμένο στην πόρτα της. Δύο μαύρα άλογα δάγκωναν τα χαλινάρια μπροστά. Δύο αμαξάδες με μαύρες στολές κρατούσαν τα γκέμια και δύο υπηρέτες με όμοιες στολές στεκόταν στο πίσω κάθισμα. Η πόρτα άνοιξε απότομα. Η Aurora κοίταζε μαρμαρωμένη. Ο Gregory Alan κατέβηκε από την άμαξα κι η σιλουέτα του διαγράφηκε στο φόντο του γαλανού ουρανού. Δυνατό τρέμουλο έπιασε την Aurora. Εκείνος κρατούσε ψηλά το κεφάλι του, οι ώμοι του ήταν απίθανα φαρδείς και τα πόδια του πιο μακριά από όσο θυμόταν. Την έκφραση του δεν μπορούσε να την διακρίνει γιατί βρισκόταν αρκετά μακρυά. Δεν χρειαζόταν όμως να δει το πρόσωπο του για αν θυμηθεί τα χαρακτηριστικά του. Αυτό το πρόσωπο δεν θα το ξεχνούσε ποτέ όσο και αν ήθελε. Τα τελευταία ατελείωτα πέντε χρόνια υπέφερε εξαιτίας του. Δεν την αποδεχόταν κανείς, την καταδίκαζαν για κάτι που δεν είχε κάνει. Όλα εξαιτίας του. Πόσο τον μισούσε... Εκείνος βέβαια δεν είχε μοιραστεί την ντροπή της. Η Aurora δεν μπορούσε να κουνηθεί, δεν μπορούσε καν να ανασάνει. Εκείνος είχε επιστρέψει. Δεν πίστευε πως θα το έκανε ούτε καν για την κηδεία του πατέρα του. Κατάφερε να πάρει μερικές κοφτές ανάσες που της πόνεσαν την καρδιά. Έλεγε ότι ο Gregory δεν θα την επηρέαζε πια, μα είχε κάνει λάθος. Μεγάλο λάθος. Την επηρέαζε το ίδιο, όπως πάντα. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της να φανεί δυνατή, ιδίως μπροστά σε όλον αυτό τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί για να οδηγήσει τον William στην τελευταία του κατοικία. Μπροστά σε όλους αυτούς που την κατηγορούν ότι είναι μια Αμερικανίδα τυχοδιώκτρια. Αν έδειχνε ταραγμένη όλοι θα έλεγαν πως τον αγαπούσε ακόμη -μπορεί να το έλεγε και εκείνος. Είχε μάθει όμως με τον πιο σκληρό τρόπο πως έπρεπε να είναι δυνατή. Ήταν ζήτημα επιβίωσης. Κεφάλια γύριζαν προς το μέρος της, μάτια στρέφονταν μια σε εκείνη και μια στον Gregory. Οργή την κυρίευσε. Οι δύο τους είχαν προκαλέσει ένα σκάνδαλο πριν από πέντε χρόνια. Εκείνος όμως δεν υπέφερε καθόλου. Εκείνη έγινε στόχος κουτσομπολιών και λοξών βλεμμάτων. Εκείνη και μόνο εκείνη. Εκείνη που προδόθηκε με τον χειρότερο τρόπο. Και τώρα αυτός επέστρεψε. Λοιπόν η Aurora δεν τα το ανεχόταν αυτό.
ESTÁS LEYENDO
Έρωτας Χτισμένος Πάνω Σε Μυστικά Και Ψέματα
RomanceΤρέλα ερωτευμένη η Aurora, δεν πίστευε ότι ο Gregory θα την εγκατέλειπε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Τώρα, έπειτα από πέντε χρόνια, ο Gregory γυρίζει, αλλά η Aurora είναι αποφασισμένη να μην υποκύψει στη γοητεία του και να μην τον συγχωρέσει ποτέ...