Κεφάλαιο 1 β'μέρος

61 10 0
                                    

Ο Gregory κοίταξε από ψηλά το μαυροντυμένο πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο γύρω από τον τάφο. Τα μάτια του γουρλωμένα, δεν πίστευε αυτό που έβλεπε. Τα άλογα πίσω του ξεφυσουσαν, μουσκεμενα στον ιδρώτα και στη λάσπη. Όταν αρρώστησε ο πατέρας του βρισκόταν στο Παρίσι. Το έμαθε πριν από δύο ημέρες κι έφυγε αμέσως από την Γαλλία. Επί δύο μερόνυχτα ταξίδευε ασταμάτητα. Το μήνυμα που είχε λάβει όμως δεν έλεγε πως ο πατέρας του μπορεί να πέθαινε. Παραζαλισμενος τώρα δεν πίστευε στα μάτια του. Ο Μαρκήσιος είχε πεθάνει. Ο πατέρας του ήταν νεκρός. Κόντεψε να χάσει την ισορροπία του. Κάποιος τον πλησίασε από πίσω. Ο υπηρέτης του ο Nicolas.
"Κύριε μου..." είπε ο μικροκαμωμένος μελαχρινός άντρας.
"Άφησε με!" αποκρίθηκε βραχνά ο Gregory. Ο Nicolas επέστρεψε στην άμαξα με μια έκφραση ανησυχίας.
Ο Gregory είχε πέντε χρόνια να πατήσει στο σπίτι του. Ξαφνικά τα μάτια του βουρκωσαν, και δεν ήταν και κανένας συναισθηματικός τύπος. Τα έβαλε με τον εαυτό του που έμενε τόσο καιρό μακρυά, που δεν κατάφερε να γνωρίσει ποτέ τον πατέρα του. Δεν μπορούσε καν να πει ότι τον αγαπούσε. Την ανατροφή του την είχαν αναλάβει νταντάδες και δάσκαλοι. Τον πατέρα του τον έβλεπε κάθε μέρα για μισή ώρα ακριβώς πριν από το βραδινό φαγητό. Και μόνο για να μιλήσουν για τα μαθήματα του. Και μόνο, οπότε ο William βρισκόταν στο Έθερλεντ, πράγμα που συνέβαινε σπάνια. Ο William ήταν ένας αρχαιολάτρης, που του άρεσε να ταξιδεύει, και έλειπε στο εξωτερικό το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. Όταν ο Gregory έκλεισε τα δώδεκα τον έστειλαν στο κολέγιο Ίτον, και από τότε ερχόταν σπίτι τόσο σπάνια όσο και ο πατέρας του. Από τότε άρχισε να αδιαφορεί για τον William, τόσο όσο αδιαφορούσε και εκείνος γι'αυτόν. Ήταν πατέρας και γιος. Ανάμεσα τους όμως δεν υπήρχε κανένας δεσμός, καμία σχέση. Σήμερα ωστόσο ο Gregory δεν αισθανόταν αδιάφορος. Σηκωσε το χέρι του και έτριψε το σαγόνι του. Μα πως έγινε αυτό; Πως πέθανε ο William; Ήταν μόλις πενήντα χρόνων, με πολύ καλή υγεία, δεν είχε περάσει ποτέ καμία σοβαρή αρρώστια κι ας ταξίδευε σε μέρη που μαστίζουν από αρρώστιες. Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια προχώρησε λίγο παραπέρα και κοίταξε τον κόσμο. Τώρα πια δεν θα γνώριζε ποτέ τον πατέρα του. Δεν χρειαζόταν να ψάξει πολύ για να θυμηθεί την τελευταία τους συνάντηση. Ήταν η μέρα του γάμου του. Μια μέρα που είχε βάλει όρο στον εαυτό του να μην την σκέφτεται ποτέ. Η σημερινή μέρα όμως αποτελούσε εξαίρεση.

*flashback*
Ο Gregory στεκόταν με τον πατέρα του και τον παππού του στα σκαλιά της εκκλησίας και υποδέχονταν τους  καλεσμένους.
Καμία εικοσαριά συγγενείς όλοι και όλοι. Μακρινοί συγγενείς που φθονούσαν  αυτό που δεν είχαν, που λοξοκοιταζαν και ψιθυριζαν. Ο Gregory όμως είχε αποφασίσει να φέρεται σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Να δείχνει πως δεν αντιλαμβανόταν το σκάνδαλο που είχε προκαλέσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι.
"Gregory, θα μπορούσες ίσως να χαμογελάς λιγάκι." Του είπε με σφιγμένα δόντια ο πατέρας του όταν άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι.
"Γιατί να χαμογελάω;"
"Εσύ δημιούργησες όλη αυτή την κατάσταση." Αποκρίθηκε ήρεμα ο William, αγνοώντας την έμμεση κατηγορία του γιου του. "Ίσως θα έπρεπε να φροντίσεις να αποκτήσεις συνείδηση Gregory."
Ο Gregory ένιωσε τις φλέβες στα μηνίγγια του να χτυπάνε. Ένιωθε ήδη άφθονη σιχασια για τον εαυτό του.
"Δεν θα το πιστεψεις" είπε στον πατέρα του, "αλλά έχω συνείδηση." Ο William γέλασε διακριτικά. "Τότε θα έπρεπε να την ακούσεις πριν από πολλά χρόνια ή ίσως στη δεξίωση αρραβώνων σου με την Bridget."
Ο Gregory πήρε μια βαθιά ανάσα. Ως τώρα απέφευγαν να αναφερθούν σε εκείνη τη νύχτα που τον είχαν πιάσει σε μια πολύ αποκαλυπτική στάση αγκαλιά με την Aurora.
"Η συνείδηση σου ή η ανυπαρξία της δε με απασχολούν, εμένα." συνέχισε ο William. "Θα κάνεις αυτό που θέλεις όπως έκανες πάντα. Ελπίζω μόνο όταν θα έχω πεθάνει εγώ, να συμπεριφέρεσαι με πιο κόσμιο τρόπο. Με ένα τρόπο που να αρμόζει στη θέση σου."
"Δεν ήξερα ότι ενδιαφέρεσαι για την συμπεριφορά μου." του απάντησε καυστικά ο Gregory.
"Δεν ενδιαφέρομαι. Με ενδιαφέρει μόνο το γεγονός ότι είσαι ο κληρονόμος μου, και όσο ζω κάθε σου πράξη αντανακλά σε έμενα." είπε ο William.
Ο Gregory απέμεινε σιωπηλός για λίγο. "Δεν είναι λίγο αργά για να αρχίσεις τις πατρικές συμβουλές;" είπε τελικά.
"Αναμφίβολα." Απντησε ο William.
*flashback*

Απότομα το βλέμμα του Gregory εστίασε στους μαυροντυμένους ανθρώπους που γέμιζαν το νεκροταφείο και το θέαμα τον ξανά έφερε στο παρόν. Προσπάθησε να ελέγξει το τρέμουλο του. Την τελευταία φορά που είδε τον πατέρα του, του είχε μιλήσει για τον θάνατο του. Τι ειρωνεία... Άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες μέχρι να ξαναβρεί την ισορροπία του. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στο οικείο τοπίο. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, ζέστη. Ο ουρανός είχε ένα πεντακάθαρο γαλάζιο χρώμα, το γρασίδι απλωνόταν καταπράσινο, κι όπου και αν κοιτάξεις έβλεπες λουλούδια. Στο βάθος διακρινόταν και το Έθερλεντ Χολ. Το βλέμμα του επέστρεψε στον τάφο. Το θέαμα του φαινόταν αλλόκοτο. Μέσα στη δίνη του πολέμου είχε πάψει να πιστεύει στον Θεό, τώρα όμως ένιωθε μια παρόρμηση να προσευχηθεί. "Θεέ μου" ψιθύρισε. "ανάπαυσε την ψυχή του πατέρα μου, βοήθησε τον να βρει την ειρήνη. Ευλόγησε τον. Αμήν." Βουρωσε. Πετάρισε τα μάτια του για να καθαρίσει η όραση του Και τότε εμφανίστηκε στο οπτικό του πεδίο ο δούκας του Χάμερσμιθ, που στεκόταν με το λευκό του κεφάλι σκυφτό. Οι ώμοι του έτρεμαν και κρατούσε ένα μαντήλι μπροστά στα μάτια του. Ο Gregory ξεροκατάπιε. Ο παππούς του τον είχε αγαπήσει πολύ περισσότερο από τον ίδιο του τον πατέρα. Το φέρετρο είχε τοποθετηθεί πλέον στον τάφο. Ήταν από καλογυαλισμένο μαόνι, στεφανωμένο με λευκά γαρύφαλλα. Η μητέρα του είχε φροντίσει να είναι όλα στην εντέλεια. Πάντα φρόντιζε να είναι όλα στην εντέλεια. Πολλές φορές, ο Gregory πίστευε ότι ο μεγαλύτερος φόβος της ήταν μήπως κάνει κάποιο λάθος σε κοινή θέα. Η μητέρα του ήταν πάντα κομψή και ευγενική. Του Gregory του ήταν αδύνατο να καταλάβει πως κρατούσε πάντα τα προσχήματα, ιδίως τώρα. Το πράγμα βέβαια είχε την εξήγηση του. Η Ailise Alan ηταν κόρη ενός ταπεινού παπά, μα όποιος και αν την έβλεπε τώρα δεν θα το καταλάβαινε με τίποτα. Ο Gregory προσπάθησε να δει αν η μητέρα του έκλαιγε, αλλά το πυκνό μαύρο βέλο που φορούσε έκρυβε εντελώς το πρόσωπο της. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκε, η Ailise δεν θα θρηνούσε ποτέ δημόσια. Δεν ήταν καν σίγουρος αν θα θρηνούσε και καθόλου. Αυτή και ο William ζούσαν χωριστά χρόνια τώρα. Ο Gregory ξανά κοίταξε το φέρετρο. Ήταν πολύ αργά για μεταμέλειες, ήταν πολύ αργά να μετανοήσει για την άδεια ψυχή του, να λυπηθεί που δεν είχε αγαπήσει τον πατέρα του όπως όφειλε. Ήταν πολύ αργά να μετανοήσει για το παρελθόν του. Για όλο του το παρελθόν.

Έρωτας Χτισμένος Πάνω Σε Μυστικά Και Ψέματα Donde viven las historias. Descúbrelo ahora