Κεφάλαιο 25

13.7K 1.2K 97
                                    

Οδηγούσε για αρκετή ώρα σε κάτι χωματόδρομους, ενώ παράλληλα είχε αρχίσει να βρέχει. Λες και είμαστε σε ταινία του Παπακαλιάτη ή στη Λάμψη του Φώσκολου. Έβλεπα τον Θάνο που έριχνε κλεφτές ματιές απορημένος, ούτε ο ίδιος μπορούσε να πιστέψει ότι όντως δεν μιλούσα σε όλη τη διαδρομή.

Αν με ρωτούσε κάποιος τι νιώθω πλέον, θα του έλεγα ότι δεν νιώθω. Άλλαξε όλη η ζωή μου σε μια στιγμή, μπλέχτηκα εκεί που δεν έπρεπε. Ζωές αθώων ανθρώπων κρέμονται κάθε μέρα από μια κλωστή. Όσον αφορά αυτόν; Σαν να μου πήρε κομμάτια από τη ψυχή μου και ξέχασε να τα επιστρέψει. Και έμεινα εγώ με τεράστιες τρύπες, κι άντε τώρα να τι κλείσω.

"Δεν ξέρω ποιον Θεό να ευχαριστήσω που επιτέλους επικρατεί ησυχία στο αμάξι." είπε σπάζοντας τη σιωπή. 
Τον κοίταξα χωρίς να απαντήσω, το  ύφος μου έκανε προφανές το γεγονός ότι δεν είχα όρεξη να τσακωθώ μαζί του.

"Είδες... Η επιθυμία σου έγινε πραγματικότητα."

"Γιατί είσαι έτσι; Αφού όλα στο τέλος πήγαν καλά." είπε.

"Θάνο, κόφτο δεν έχω όρεξη για κουβεντούλα." 
Από την έκφραση του κατάλαβα ότι άρχισε να ενοχλείται, αλλά δεν το συνέχισε. 

Οδηγούσε για κάμποση ώρα, όταν φτάσαμε μπροστά από ένα ερημικό σπίτι στη μέση του πουθενά. Ήταν σαν καλύβα, σε κάποια σημεία μάλιστα το ξύλο φαινόταν αρκετά ταλαιπωρημένο και τα παράθυρα σε πολύ κακή κατάσταση. Η "μεζονέτα" ήταν έτοιμη να γκρεμιστεί, ένα φου να της έκανες θα μαζεύαμε ξύλα για το τζάκι για κανένα χρόνο.
Να δείτε που με έφερε εδώ για να με θυσιάσει στον Θεό Ήλιο, μπας και σταματήσει η βροχή που όσο περνούσε η ώρα δυνάμωνε. 
Βγήκαμε από το αμάξι και τρέχοντας κατευθυνθήκαμε προς το -ας το πούμε- σπίτι. Όταν ο Θάνος άνοιξε τη πόρτα, έπαθα ένα σοκ. Τελικά, δεν έμοιαζε σαν καλύβα, ήταν η καλύβα. Λες και παίζω στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι. Ένα τζάκι είχε, ένα τραπέζι και κάτι διασκορπισμένες καρέκλες. Παλατάκι.

"Τι ακριβώς κάνουμε εδώ;" τον ρώτησα.
"Κρυβόμαστε. Μέχρι να μας βρει το τμήμα άλλη τοποθεσία για  να μείνουμε."
"Και τι θα γίνει με το σπίτι σου;" 
"Δεν ήταν σπίτι μου. Δεν είχα ποτέ σπίτι." 
"Γι' αυτό σου ήταν τόσο εύκολο να φύγεις." Με κοίταξε ξαφνιασμένος. 
"Δεν έφυγα, απλώς μαζί σου θα είναι ο Δημήτρης αντί για μένα."
"Σε εμπιστεύτηκα..." 
"Και  να σου εξηγήσω δεν θα καταλάβεις."
"Τι να καταλάβω ακριβώς; Ότι σε "έπνιξα" με το υπερβολικό μου εγώ; Το ξέρω! Το ξέρω ότι δεν με θες, ότι με σιχάθηκες γι' αυτό έφυγες."
"Πίστευε ότι θες." απάντησε αδιάφορα.
Ο θυμός άρχιζε να ξεχειλίζει από τις φλέβες μου. Ένα κύμα οργής ήρθε και ξέσπασε στο άμοιρο τραπέζι. 
"Γιατί αποφεύγεις να μου πεις ότι εξαιτίας μου έφυγες; Ε, τόσο δύσκολο σου είναι; Αν υποφέρεις τόσο πολύ, ας με προσέχει ο Δημήτρης."

Έμεινε σιωπηλός.

"Με εμένα τα βάζω. Και ξεσπάω σε σένα. Με εμένα, που μετά από τόσα χρόνια έπρεπε να μην περιμένω από κανέναν και τίποτα. Μόνο να δίνω ήξερα και ποτέ δεν ζητούσα αντάλλαγμα. Έμεινα εγώ μισή για να είναι ολόκληροι οι υπόλοιποι. Τι μου φταις κι εσύ; Όμορφος είσαι, καλός είσαι, θαμπώθηκα και την πλήρωσες εσύ." Διέσχισα το δωμάτιο και βολεύτηκα σε μια γωνία. Με έπνιγε το παράπονο, μου έτρωγαν το μυαλό οι χιλιάδες σκέψεις μου. Κατάφερα, στο τέλος, να φτάσω μια μοναξιά πιο πέρα. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. 
Έκλεισα τα μάτια μου, η τελευταία μου εικόνα πριν κοιμηθώ ήταν ο Θάνος να με κοιτάει σιωπηλός. Η σιωπή του με βγάζει εκτός εαυτού, να ήξερα μόνο τι σκεφτόταν και μετά ας γινόταν χαλασμός.

Η βροχή έξω συνεχώς δυνάμωνε, που και που έριχνε κάποιες αστραπές και μπόρες. Τις άκουγα μέσα στον ύπνο μου μαζί με τη φωνή του μπαμπά μου...

"Ανάθεμα την ώρα που σε γέννησε εκείνη, τόσα χρόνια βάρος στη πλάτη μου δεν σε αντέχω. Θα φύγω και θα σε δώσω σε ορφανοτροφείο, να σε αναλάβει κάποιος άλλος! Αλλά να μου πεις ποιος θα σε θέλει εσένα, κακορίζικο σαν την μάνα σου."

Σφίχτηκε η καρδιά μου, ένα βάρος ήμουν για όλους, ένα βάσανο που το 'στειλε ο Θεός στη γη για να ταλαιπωρεί τους άλλους
Μέσα στον ύπνο μου ένιωσα κάποιον να μου χαιδεύει το κεφάλι. Ξύπνησα στην αγκαλιά του. Τα 'χασα εγώ, προσπάθησα να σηκωθώ όρθια αλλά δεν με άφησε. 

"Παράτα με, φύγε." του είπα και προσπάθησα να τινάξω τα χέρια του από πάνω μου.
"Δεν φεύγω. Έκλαιγες στον ύπνο σου." 
"Δεν χρειάζομαι την λύπηση σου. Φύγε σου λέω." 
Όσο του έλεγα να φύγει, τόσο δεν έφευγε. 
"Μην παίζεις με αισθήματα, αφού ξέρεις!" Φώναζε η ψυχή μου έλεος, ήταν ο ίδιος άνθρωπος που με μια του αγκαλιά έκανε την καρδιά μου να τρέμει από τον πόθο και με μια του λέξη μου έσπαγε τη καρδιά σε χίλια κομμάτια. 

"Έφυγα γιατί είμαι μπερδεμένος..." μου είπε σε κάποια στιγμή. "Στην ηλικία μου να χάσω το μυαλό μου για ένα κοριτσάκι..." 

Τον κοίταξα κατάματα. Τι λέει; 

"Σταμάτα, μην το συνεχίζεις. Όχι άλλα λόγια που αύριο θα ξεχαστούν." σχεδόν τον παρακαλούσα. 

"Βγήκα με την Αρετή και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει το μυαλό μου από 'σένα." Σήκωσε το κεφάλι μου με το ένα του χέρι, ενώ το άλλο με αγκάλιαζε σφικτά. 

"Τη φιλούσα και δεν ένιωθα τίποτα..." Έφερε τα χείλη του σε απόσταση αναπνοής από τα δικά μου. 
"Τη φιλούσα και φανταζόμουν εσένα..." Με φίλησε, τα χείλη του χόρευαν στο ρυθμό των δικών μου χειλιών. Ήταν διαφορετικό το φιλί του, σαν να ξεγύμνωνε πρώτη φορά τη ψυχή του. Γλυκό και ταυτόχρονα με τόσο πάθος, ένα ειλικρινές φιλί. 
"Την άγγιζα και φανταζόμουν το δικό σου κορμί..." συνέχισε να μου λέει στο αυτί. Άφηνε τα φιλιά του στο λαιμό μου και τα χέρια του με έσφιγγαν ακόμα πιο πολύ πάνω του. Με φιλούσε και ανατρίχιασα, με άγγιζε και έχανα τον κόσμο γύρω μου.
"Σε αγγίζω και τρελαίνομαι." Είχε αρχίσει να γίνεται πιο επιθετικός, οι κινήσεις του ήταν πιο γρήγορες και βίαιες. Σαν να φοβόταν ότι θα φύγω. Εγώ, εν τω μεταξύ, να μην μπορώ να μιλήσω. 

"Αυτά για σήμερα." είπε απότομα και με άφησε. Μου έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο και πέρασε το χέρι του στους ώμους μου. Είχα κάτσει σαν τον μπούφο και προσπαθούσα να καταλάβω τι έγινε. Τι εναλλαγή ήταν αυτή; Είναι ψυχασθενής, τέλος. 

"Τι-τι... Γιατί.." προσπάθησα να πω ταραγμένη. Χαμογέλασε και έγειρε το κεφάλι του πίσω στον τοίχο. 
"Εσύ θα φταις για ό,τι ακολουθήσει." μου είπε. 





#hamo_hamo

Να με ΠροσέχειςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang