Κεφάλαιο 27

13.7K 1.2K 73
                                    

Ξύπνησα με ένα τεράστιο βάρος στο στήθος μου... 
Όχι, όχι δεν το λέω μεταφορικά. Κυριολεκτικά, υπήρχε κάτι βαρύ πάνω μου και με εμπόδιζε να σηκωθώ! Άνοιξα τα μάτια μου και αντίκρισα έναν κοιμισμένο Θάνο να με έχει πλακώσει. 

"Που έχω μπλέξει." μονολόγησα προσπαθώντας να τον σπρώξω. Κόντευε να με σκάσει ο αναίσθητος. 

"Θάνο, ξύπνα." τον σκούντησα. Δεν αντέδρασε. Τον ξανά σκούντησα. Πάλι δεν αντέδρασε. Είχα αρχίσει να τρομοκρατούμαι. Αν πέθανε στον ύπνο του, θα τον σκοτώσω. 

"Θάνο, ξύπνα γιατί θα σε σκοτώσω." άρχισα να τον χτυπάω ελαφρά στο μπράτσο. Είχα αρχίσει να πανικοβάλλομαι. Δεν ξυπνούσε με τίποτα. 

"Μην τολμήσεις να πεθάνεις στον ύπνο σου, θα σε πρήζω μέχρι να αναστηθείς!" είπα σπρώχνοντας τον εντελώς από πάνω μου.  Τον ξάπλωσα ανάσκελα, πλησίασα το αυτί μου στην μύτη του για να δω αν αναπνέει. 

"Δεν θυμάμαι και πως κάνουμε τεχνητή αναπνοή..." Έβρισα τον εαυτό μου που κοιμόμουν στο μάθημα των πρώτων βοηθειών. Αφού ηρέμησα κάπως τον εαυτό μου, έκλεισα με τα δάκτυλα μου τη μύτη του και με το άλλο χέρι άνοιξα το στόμα του. Πήρα μια βαθιά ανάσα και με το που ενώθηκαν τα χείλη μας άφησα το οξυγόνο να μεταφερθεί από το στόμα μου στο στόμα του. 
Ξαφνικά ένιωσα το χέρι του να με σφίγγει πάνω του. Ο Θάνος άρπαξε την ευκαιρία, "αναστήθηκε" και με φιλούσε όσο εγώ πάλευα να τον βρίσω. Τον χτυπούσα με την γροθιές μου αλλά όσο με φιλούσε τόσο εγώ παραδινόμουν στο φιλί του. 

"Μην... τολμήσεις... να... με ξανά τρομάξεις... έτσι..." του έλεγα όσο με φιλούσε.  "Βλάκα." πέταξα και τη βρισιά μου. 

"Πως με είπες;" μου είπε απειλητικά. 
"Αφού με άκουσες." 
"Σου δίνω την ευκαιρία να ζητήσεις συγγνώμη." 
"Δεν ζητώ συγγνώμη... Ωραία κοιμωμένη." 

Αντικειμενικά, τα θέλει ο οργανισμός μου.  

Γυάλισε το μάτι του Θάνου, το σχόλιο μου περί ωραίας κοιμωμένης αποτέλεσε το "κόκκινο πανί του". Το πονηρό του ύφος με έκανε να καταλάβω ότι στο κεφάλι του περιτριγύριζαν βρώμικες σκέψεις για το πως θα με τιμωρήσει. Την έβαψα. Χάιδευε τον λαιμό μου, μέχρι που τα δάκτυλα του τυλίχτηκαν γύρω του και τον έσφιξε ελαφρά. Μου έδινε μικρά φιλιά στην άκρη των χειλιών μου, σταματώντας κατά διαστήματα για να με κοιτάξει. Αυτό το βλέμμα του... Κάθε φορά που με κοιτούσε έτσι, σταμάταγε ο χρόνος. Με κοιτούσε διαφορετικά από τις προηγούμενες φορές, κανείς δεν με είχε κοιτάξει παλαιότερα με αυτό τον τρόπο. Δεν ήξερα καν ότι μπορούσε κάποιος να μου προκαλέσει τόση ζημιά με ένα μόνο βλέμμα. 

Ξαφνικά, ένας δυνατός ήχος ακούστηκε από το στομάχι μου. Ένα γουργουρητό πλημμύρισε όλο τον χώρο. Με το που ακούω την κοιλιά μου να γουργουρίζει φρίκαρα εντελώς. Σε ευχαριστώ στομάχι, θα το θυμάμαι αυτό για πάντα. Ο Θάνος δεν άντεξε και έβαλε τα γέλια. 

"Έλα σήκω, πάμε να βρούμε κάτι να φας." Σηκώθηκε όρθιος και μου έδωσε το χέρι του για να σηκωθώ. 
Είχα γίνει ολοκόκκινη. Στην πιο ακατάλληλη στιγμή έδειξα πάλι την χάρη μου, αλλά πείτε μου, όχι πείτε μου, εγώ φταίω; Από εχτές είχα να φάω, με τούτα και με κείνα είχα ξεχάσει εντελώς ότι ήμουν νηστική.

"Μέσα στην ερημιά τι θα βρούμε να φάμε; Εγώ ελάφια δεν κυνηγάω." μουρμούρησα. 
"Σταμάτα την γκρίνια. Έχω προνοήσει και για αυτό." 
Με πήγε μέχρι το αμάξι του και άνοιξε το πορτ μπαγκαζ.  Πήρε μια σακούλα και μου τη έδωσε. Είχα αρχίσει να παραξενεύομαι, φοβόμουν μην έχει κουβαλήσει κανένα κομοδίνο από το σπίτι και μου το βγάλει ξαφνικά από το καπό. 
Άνοιξα τη σακούλα και είδα ότι είχε μέσα τα πάντα. Σοκολάτες, μπάρες δημητριακών, νερό, αλμυρά και γλυκά μπισκότα και διάφορα άλλα σνακ. 

"Πόσο καιρό είναι αυτά στο πορτ μπαγκαζ σου;" Τι άλλο έχει κουβαλήσει; Λες και πηγαίνουμε για πικ νικ.

"Πάντα έχω προμήθειες, ποτέ δεν ξέρει κανείς που θα μπλέξει." είπε και με έδειξε. 
"Λογικό το βρίσκω." του απάντησα συνειδητοποιώντας ότι έχει δίκιο. Το θηρίο που λέγεται Λίζα πρέπει να τρώει για να μένει ήρεμο. Αν δεν είχε μαζί του και αυτά θα είχα αρχίσει ήδη την υστερία. Πήρα αγκαλιά τη σακούλα με το φαγητό και έκατσα σε μια μεγάλη πέτρα αρχίζοντας να μασουλάω ό,τι βρήκα μέσα. 
Ο Θάνος έκατσε κι αυτός απέναντι μου και ξεκίνησε να γυαλίζει το όπλο του. 

"Εσύ δεν θα φας;" τον ρώτησα μπουκωμένη. 
"Φάε εσύ πρώτα κι αν μου αφήσεις τίποτα έχει καλώς." μου απάντησε με ύφος. Τώρα γιατί γίνεται κόπανος;
"Έχω να φάω από εχτές εντάξει;" συνέχισα να λέω μπουκωμένη με κάτι μπισκότα. 
"Και εγώ αλλά δεν κάνω έτσι." 
Θα του πετάξω τα μπισκότα στη μούρη αλλά μετά θα κλαίω που σπατάλησα τα μπισκότα. 

"Θάνο..." τον ρώτησα κάποια στιγμή. 
"Τι;"
"Έχεις ερωτευτεί ποτέ;" 
"Τι ερώτηση είναι αυτή;" 
"Απλώς ρωτάω... Είσαι μεγαλύτερος από εμένα, έχεις ζήσει περισσότερα από εμένα. Θα 'θελα να μάθω αν υπήρξε κάποια που σου πήρε το μυαλό." 

Σταμάτησε να γυαλίζει το όπλο του και με κοίταξε κατάματα

"Ίσως." απάντησε αδιάφορα. 
"Ίσως; Τι σόι απάντηση είναι αυτή;" 
"Αυτή έχω κι άμα σ' αρέσει." Ε, δεν τη γλιτώνει την πέτρα στο δόξα πατρί. 
"Δηλαδή με την Αρετή δεν ένιωσες ερωτευμένος;" συνέχισα να τον ρωτάω. Έκανα ερωτήσεις που δεν με συνέφεραν και πιο πολύ δεν με συνέφεραν οι απαντήσεις. 

"Με την Αρετή ήμασταν συνάδελφοι που περνούσαν καλά. Εντάξει με την ανάκριση;" είπε ενοχλημένος. 
"Μην θυμώνεις, συζήτηση κάνουμε." του είπα θιγμένη και συνέχισα να τρώω τα μπισκότα μου. 
Ακολούθησαν λίγα λεπτά σιωπής με τον Θάνο να ασχολείται με το όπλο του και εγώ να κοντεύω να φάω και τα περιτυλίγματα. 

"Εσύ έχεις ερωτευτεί ποτέ;" με ρώτησε ξαφνικά. 
"Μπορεί." του απάντησα με τον ίδιο τρόπο που μου απάντησε κι αυτός. Τον είδα που τσίτωσε αλλά δεν έκανε καυγά.

"Ο άνθρωπος στη ζωή του θέλει μια φωτιά που θα τον κάψει, όχι μόνο να τον ζεστάνει. Να τα δώσει όλα και να τα πάρει όλα. Τότε θα ξέρει ότι είναι ερωτευμένος." του είπα κάποια στιγμή. 

"Άρχισες πάλι τα φιλοσοφικά σου;" 
"Την αλήθεια λέω, κύριε Καθηγητά." τον ειρωνεύτηκα ρίχνοντας του ένα τεράστιο χαμόγελο. Την καταλάβατε όλοι την σπόντα έτσι; Αν όχι, γυρίστε στο πρώτο κεφάλαιο να τον καμαρώσετε. 

Καθόμασταν ήσυχα έξω στη φύση, ανάμεσα στα δεντράκια, στη χλωρίδα και την πανίδα... Μέλισσα είναι αυτό;! 

"Θάνο! Θάνο! Πάρτην, πάρτην από εδώ!" τσίριζα και έτρεχα πέρα δώθε. "Με κοιτάει κιόλας! Πάρτην σου λέω!" κλαψούριζα. 

Ο Θάνος, αγνοώντας τις κραυγές μου, είχα κάτσει να με κοιτάει διασκεδάζοντας το. 

"Εκείνη σε φοβάται πιο πολύ." είπε προσπαθώντας να πνίξει το γέλιο του. 
"Ναι αλλά εγώ δεν έχω κεντρί και δεν πετάω! Θα με βοηθήσεις ή θα συνεχίσει να με κοιτάς και να γελάς."
"Μπα, θα συνεχίσω να σε κοιτάω και να γελάω."

Ναι, τον μισώ.

Εγώ συνέχιζα να παλεύω με τη μέλισσα για ένα δεκάλεπτο, η μέλισσα το είχε πάρει πολύ πατριωτικά με κυνηγούσε με μανία. Ο Θάνος γελούσε καθ' όλη τη διάρκεια της καταδίωξης μου από τη μέλισσα, μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο του. 

"Παρακαλώ;" έλεγε πνίγοντας το γέλιο του. "Τι;" Ο τόνος της φωνής του σοβάρεψε και σταμάτησε να γελάει. "Πως μας βρήκαν; Εντάξει, κατάλαβα. Φεύγουμε αμέσως." Ο Θάνος έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο. 

"Φεύγουμε." Έβαλε το όπλο στη θήκη του και με άρπαξε από το χέρι. Μπήκαμε στο αμάξι και ξεκίνησε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα. 

"Θάνο..." προσπάθησα να τον ρωτήσω. 

"Δεν ξέρω πως μας βρήκαν. Δεν ξέρω πως μας βρίσκουν συνέχεια. Εκτός..." 

"Εκτός τι;" 

"Εκτός αν κάποιος από το τμήμα κάνει κακές παρέες." 




#hamo_hamo




Να με ΠροσέχειςTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang