28.

290 35 10
                                    

Η τραπεζαρία του κάστρου μύριζε αναμφίβολα απαίσια. Η μυρωδιά του αίματος, της λάσπης, του ιδρώτα αλλά κυρίως της απογοήτευσης πλανιόταν στην βαριά ατμόσφαιρα όταν η Κλέρι μαζί με τον Τέιλορ πέρασαν την πόρτα ψάχνοντας με το βλέμμα τους παντού γύρω τους για να εντοπίσουν τους φίλους τους.

Η Κλέρι βέβαια δεν κατηγορούσε κανέναν. Η ξαφνική επίθεση που ξέσπασε εκείνο το μεσημέρι τους είχε πιάσει όλους στον ύπνο. Είχε κρατήσει ώρες ολόκληρες, πολύ περισσότερο από το συνηθισμένο και φυσικά δεν έμοιαζε με καμία από τις προηγούμενες. Οι ψίθυροι που αντηχούσαν στους τοίχους του κάστρου από την ώρα που οι πρώτοι λυκάνθρωποι επέστρεψαν έκαναν λόγο για μία μάχη άνευ προηγουμένου.

Πέρα από ένα απαίσιο προαίσθημα που όλο και διογκωνόταν μέσα της σχετικά με το τι θα ακολουθούσε, η Κλέρι δεν μπορούσε να σταματήσει να σκέφτεται τους φίλους της. Κάθε φορά που έφευγαν για τη μάχη ανησυχούσε μήπως και ήταν η τελευταία φορά που όντως τους έβλεπε να φεύγουν για τη μάχη. Εκείνη όμως τη φορά η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που απειλούσε να σκίσει το δέρμα και τα ρούχα της και να πεταχτεί έξω από το σώμα της.

Δεν μπορούσε παρά να νιώσει ένοχη. Τον τελευταίο καιρό κύριο μέλημά της ήταν η δική της κατάσταση, ο δεσμός Άναμ Κοντάλτα και πως θα επιβίωνε η ίδια και ο Τέιλορ. Είχε πάρει τις ζωές των φίλων της ως δεδομένες μέχρι τη στιγμή που τους είδε να βάζουν τις στολές τους για πρώτη φορά και να αφήνουν το κάστρο με κατεύθυνση το πεδίο της μάχης.

Έτσι, όταν τους είδε όλους να κάθονται αμίλητοι και μουτρωμένοι γύρω από το τραπέζι μαζί με λυκανθρώπους από άλλες κοινότητες γύρω τους στην ίδια κατάσταση, μπόρεσε επιτέλους να ανασάνει. Τουλάχιστον ήταν όλοι ζωντανοί και υγιείς, πλην της Κάρα βέβαια που βρισκόταν και θα περνούσε αρκετό καιρό μάλλον στο νοσοκομείο.

«Παιδιά!», φώναξε για να ακουστεί πάνω από την βαβούρα της τραπεζαρίας. Η Λόρεν, ο Κάμερον και η Κρισάνθα σήκωσαν ταυτόχρονα τα κεφάλια τους από το φαγητό τους. Ήταν και οι τρεις πενταβρώμικοι, από πάνω μέχρι κάτω, με όλα τα ακάλυπτα σημεία του σώματος τους να είναι καλυμμένα με επιπλέον λάσπη και αίμα. Όχι δικό τους, ήλπιζε.

«Είστε ζωντανοί!», αναφώνησε, έτοιμη να βάλει τα κλάματα από την ανακούφιση, αγκαλιάζοντας κάθε έναν ξεχωριστά, χωρίς να νοιάζεται για το αν θα λέρωνε τα ρούχα της.

ΦόξποντWhere stories live. Discover now