Πρέπει να ήταν περίπου πέντε τα χαράματα όταν η Κλέρι πέρασε την πόρτα του κέντρου προπόνησης και βγήκε στο ημίφως της εξοχής του Φόξποντ παραπατώντας. Ο χειρότερος πόνος που είχε βιώσει σε ολόκληρη τη ζωή της φώλιαζε και είχε αρχίσει να ξεθωριάζει σε κάθε εκατοστό της ύπαρξής της. Ένιωθε το σώμα της μουδιασμένο και κάθε μικρή κίνηση έστελνε κόκκινα σήματα έκτακτης ανάγκης στον εγκέφαλό της.
«Έι!», μία γυναικεία φωνή πίσω της απλώθηκε γρήγορα στην γεμάτη υγρασία ατμόσφαιρα. Εκείνη η μικρή κραυγή έδωσε την αίσθηση ότι κάποιος είχε κοπανήσει το κεφάλι της με ένα γιγάντιο σφυρί. Μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο μέσα στο κεφάλι της και ευχήθηκε να μην είχαν ακούσει κάτι οι υπόλοιποι, πλέον, τριάντα επτά.
Με μία κίνηση που έκανε το κεφάλι της να εκραγεί ξανά από τον πόνο γύρισε προς το μέρος από όπου προήλθε η φωνή. Η Τζάκι στεκόταν στην πόρτα του κέντρου προπόνησης αφήνοντας και τους τελευταίους να περάσουν έξω. «Πηγαίνετε για πρωινό. Όλοι σας. Μην το παραλείψετε σας παρακαλώ».
«Μα δεν είναι ούτε πέντε και μισή!», μία αντρική φωνή ακούστηκε από κάπου στα αριστερά της και η Κλέρι αναρωτήθηκε πώς εκείνο το αγόρι είχε ακόμα τη δύναμη να ανοίγει το στόμα του και να αρθρώνει λέξεις.
«Θα είναι ήδη έτοιμα», απάντησε γρήγορα η Τζάκι, με την κούραση να σαρώνει το πρόσωπό της, «και ξεκουραστείτε. Θα επιστρέψουμε με τους αρχηγούς σας σε λίγο».
Η πόρτα του κέντρου προπόνησης έκλεισε αργά και με ένα γδούπο και μόνο τότε η Κλέρι συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να γυρίσει από την άλλη και να συνεχίσει το περπάτημα προς το κάστρο.
Τόσο το μυαλό της όσο και το σώμα της είχαν εξαντληθεί. Η προπόνηση είχε διαρκέσει όλη τη νύχτα και ήταν πιο επίπονη από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Μόνο και μόνο η προσπάθεια να φτάσει εκείνο το περίεργο δέντρο, πόσο μάλλον να το αγγίξει, έστελνε σε όλο της το σώμα ύπουλα κύματα πόνου. Όχι απλά μουντού πόνου που θα μπορούσε να αντέξει, αλλά κάθε φορά ένιωθε σαν να τρυπούσαν το δέρμα της χιλιάδες βελόνες ταυτόχρονα. Εσωτερικά έβραζε, σαν κάποιος να είχε ανάψει μία φωτιά στο κέντρο του σώματός της. Χοντρές στάλες ιδρώτα έτρεχαν από το μέτωπό της και αναρωτιόταν αν είχε πάθει αφυδάτωση ή είχε πυρετό ή και τα δύο ταυτόχρονα. Ύστερα από όλες εκείνες τις ώρες, τα μάτια της έτσουζαν θανατηφόρα και έμοιαζαν σαν να ήθελαν να πεταχτούν από τις κόγχες τους. Τα μπράτσα της κρεμόταν άχαρα στα πλάγια του σώματος της και κάθε της βήμα πάνω στο καλυμμένο από πάχνη γρασίδι πονούσε. Πονούσε αφόρητα. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα κάλυπτε την απόσταση που τη χώριζε από το κάστρο.
YOU ARE READING
Φόξποντ
Fantasy[Βιβλίο 3] Οι ξαφνικές επιθέσεις των Εσίρ σε όλες τις κοινότητες φέρνουν το χάος στον κόσμο των λυκανθρώπων. Έτσι, η Κλέρι Στιούαρντ πρέπει να μαζέψει ξανά τις βαλίτσες της και να γυρίσει στο Μάλφελιν, το σπίτι της. Εκεί, η κοινότητα είναι στα πρό...