Author's Note

379 31 7
                                    

Όταν ήμουν λοιπόν στη δευτέρα Γυμνασίου είχαμε πάει στην Ισπανία με ένα πρόγραμμα ανταλλαγής μαθητών. Μεταξύ άλλων ήταν μαζί μας ένας από τους αγαπημένους μου καθηγητές, ο θεολόγος του σχολείου, του οποίου είμαι μεγάλη φαν ακόμα και τώρα. Μετά από πέντε υπέρ-τέλειες μέρες εκεί, ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε σπίτι. Η πτήση μας έφευγε στις 12.30 το βράδυ από Μαδρίτη και όλοι σερνόμασταν κυριολεκτικά στα πατώματα μετά από μία τέρμα εξουθενωτική μέρα. Θυμάμαι που είχα σταθεί στην ουρά για τον έλεγχο διαβατηρίων σε μία μισοκοιμισμένη κατάσταση περιμένοντας την σειρά μου. Μετά τον έλεγχο μας περίμενε ο θεολόγος, ο οποίος μας έδειχνε που να σταθούμε για να περιμένουμε και τους υπόλοιπους.

Με το που περνάω λοιπόν τον έλεγχο προσπαθώντας να δείχνω άνθρωπος, με πλησιάζει ο θεολόγος με ένα τεράστιο χαζοχαρούμενο χαμόγελο (πριν από λίγες ώρες όλοι οι καθηγητές, Έλληνες και Ισπανοί τα είχαν τσούξει ελαφρώς, ήταν φανερό. Όχι τίποτα σοβαρό, απλά όλοι είχαν τη φάτσα του «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», μην παρεξηγήσω κιόλας τους καημένους τους ανθρώπους) και με ρωτάει εξίσου χαρούμενα, «πέρασες καλά Αναστασία;».

Εγώ, σε μία άκρως πένθιμη κατάσταση που είχε τελειώσει το πρόγραμμα απάντησα, «πέρασα υπέροχα κύριε, αλλά είναι κρίμα που τελείωσε τόσο γρήγορα».

Αφού γέλασε ξανά χαζοχαρούμενα (μάλλον το αλκοόλ τον είχε χτυπήσει λιγάκι στο κεφάλι) πήρε μία και καλά σοβαρή έκφραση και μου είπε, «Κάθε τέλος είναι μία καινούρια αρχή, να το θυμάσαι αυτό». Ύστερα γέλασε ξανά και έφυγε, έτσι απλά.

Τότε θυμάμαι είχα πάει στις φίλες μου και είχαμε γελάσει μέχρι τελικής πτώσεως, γιατί, ελάτε τώρα, ένας μεθυσμένος θεολόγος που φιλοσοφεί στις 23.30 σε ένα αεροδρόμιο στην Ισπανία είναι μία ιδιαίτερα αστεία ιστορία. Τώρα όμως, σχεδόν τρία(!!!) χρόνια αργότερα από εκείνο το αναπάντεχο βράδυ στην Μαδρίτη, νιώθω ότι δεν είναι η πρώτη φορά που εκτιμώ στ' αλήθεια αυτή τη φράση.

Ναι, η αλήθεια είναι ότι πονάει η καρδούλα μου που αυτό το βιβλίο έχει τελειώσει. Έχει περάσει πολύς καιρός από τη στιγμή που άρχισα να γράφω τον πρόλογο του Μάλφελιν και σε όλο αυτό το διάστημα έχω δεθεί με τους χαρακτήρες με έναν τρόπο που δεν περίμενα ποτέ να συμβεί. Είναι μία μεγάλη περιπέτεια ακόμα και για μένα, ένα σωρό βράδια που ξενυχτούσα πάνω από το λάπτοπ γιατί δεν είχα άλλες ελεύθερες ώρες να γράψω. Λάτρεψα την κάθε στιγμή που βρισκόμουν στο Μάλφελιν, στο Γκρέιφορτ, στο Φόξποντ και έγραφα, έγραφα σαν να ήμουν όντως παρούσα σε όσα συνέβαιναν.

ΦόξποντWo Geschichten leben. Entdecke jetzt