27.

315 38 48
                                    

Δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μία μαύρη απεραντοσύνη του τίποτα. Ο χώρος δεν είχε βάθος, διαστάσεις και προοπτική -αν μπορούσε να ισχύει η έννοια του χώρου εκεί μέσα- υπήρχε απλώς ένα λείο σκούρο μαύρο πανί που τεντώνονταν προς κάθε κατεύθυνση μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι.

Η Τζοάννα επέπλεε σε εκείνη τη μαύρη απεραντοσύνη έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου, μπορεί να είχαν περάσει χρόνια, μπορεί και λίγα δευτερόλεπτα. Δεν είχε καν συνείδηση της ύπαρξης της, δεν ήξερε αν ζούσε, αν ανέπνεε, δεν είχε βάρος και υπόσταση. Σκέψεις περνούσαν από το μυαλό της αλλά εξαφανίζονταν τόσο γρήγορα όσο είχαν έρθει, μην αφήνονταν την να κάνει έναν ολοκληρωμένο συνειρμό.

Παρόλα αυτά δεν ένιωθε αποπροσανατολισμένη. Γενικότερα δεν ένιωθε τίποτα, δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Απλώς αιωρούνταν σε εκείνο το σκοτεινό χάος χωρίς καν να προσπαθεί, με μία αόρατη δύναμη να σηκώνει το αβαρές σώμα της. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να υπάρχει και να μην υπάρχει.

Το βλέμμα της περιφερόταν άσκοπα στο χώρο χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Δεν ήξερε πού ήταν – δεν την ένοιαζε που ήταν. Όμως είχε αρχίσει να βαριέται.

Εκείνο το πρώτο αίσθημα της βαρεμάρας ήταν που την έκανε να θέλει να τιναχτεί. Είχε νιώσει κάτι, ύστερα από κανείς δεν ήξερε πόσο καιρό - αφού ο χρόνος δεν υπήρχε. Προσπάθησε να κουνήσει τα άκρα της αλλά δεν τα ένιωσε να βρίσκονται στη θέση τους. Ήταν άυλη.

Για πρώτη φορά αισθήματα πανικού άρχισαν να την κατακλύζουν από παντού. Που είμαι; Τι κάνω εδώ; Είμαι νεκρή; Πόσο καιρό βρίσκομαι εδώ; Το Μάλφελιν; Η Μάργκαρετ;

Σταμάτησε απότομα καθώς άρχισε να αποκτά συνείδηση της καρδιάς της που χτυπούσε όλο και δυνατότερα. Το παιδί μου;

Δεν είχε καν τη δύναμη να σχηματίσει τη σκέψη στο μυαλό της. Κατάφερε με δυσκολία να ανασηκώσει το κεφάλι της, που μόλις ένιωθε, και να κοιτάξει το σώμα της. Δεν ήξερε πως μπορούσε να δει το οτιδήποτε μέσα στο σκοτάδι, αλλά με τρόμο έστρεψε το βλέμμα της προς την επίπεδη κοιλιά της.

Δεν μπορούσε να νιώσει τίποτα. Το αγέννητο ακόμα παιδί της δεν ήταν εκεί. Είχε αφήσει τη ζωή μάλλον πριν από την ίδια.

Αμέσως την χτύπησε μία δυνατή επιθυμία να ξεσπάσει σε κλάματα. Ένιωθε το σώμα της μουδιασμένο, τα χείλη της να τρέμουν, τα άκρα της να παραλύουν, όμως τα δάκρυα δεν έφτασαν ποτέ μέχρι την άκρη των ματιών της.

ΦόξποντDonde viven las historias. Descúbrelo ahora