Ο κόσμος είχε σταματήσει να κινείται.
Τα σύννεφα που έφερναν τη βροχή για τόσες μέρες στο Φόξποντ είχαν χαθεί από τον ουρανό και είχαν αφήσει χώρο στο σχεδόν γεμάτο φεγγάρι να λάμπει θαμπά με φόντο το απέραντο μαύρο πέπλο της νύχτας. Ο αέρας είχε κόψει. Τα κλαδιά στα δέντρα γύρω από το πεδίο της μάχης δεν σάλευαν. Τα ζώα που κατοικούσαν στο δάσος της κοινότητας είχαν αποτραβηχτεί στις φωλιές τους, σαν να διαισθάνονταν τον κίνδυνο.
Έτσι, το μόνο που μπορούσε να ακούσει η Κλέρι ήταν ο ήχος της ανάσας της, γρήγορος και κοφτός, καθώς παρακολουθούσε μικρές τουλούπες υδρατμών να ξεχύνονται στην ατμόσφαιρα από τα μισάνοιχτα, τρεμάμενα χείλη της. Παρόλο που όλη την ημέρα διατηρούσε μία τιθασευμένη αποστασιοποίηση από την ιδέα του θανάτου που την περίμενε στην απόσταση των λίγων μέτρων που βρισκόταν ο κρατήρας, εκείνη τη στιγμή, λίγα λεπτά πριν το ξεκίνημα της τελικής σύγκρουσης ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν σαν ζελέ φρούτων.
Με μία γρήγορη ματιά πίσω της, ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. Σε όλη την έκταση του πεδίου γύρω από τον κρατήρα, ο παγκόσμιος πληθυσμός των λυκανθρώπων, όλοι πλέον με την υπόσταση λύκου, είχε παραταχθεί σε πυκνές γραμμές περιμένοντας την επίθεση. Ήταν ένα εντελώς ξένο θέαμα για την Κλέρι, καθώς συνήθως έφτανε στο πεδίο της μάχης αφότου η σύγκρουση είχε ξεκινήσει στις πρώτες γραμμές. Η εικόνα των ακίνητων λυκανθρώπων πίσω της, με τα χιλιάδες εκείνα ζευγάρια μάτια να λάμπουν από την αδρεναλίνη μέσα στο σκοτάδι έμοιαζε περισσότερο σουρεαλιστική παρά αληθινή.
Για εκείνη τη μία, τελευταία μάχη, η ομάδα που προστάτευε τα Άναμ Κοντάλτα, η οποία στεκόταν τώρα στον γνωστό τους κύκλο κοντά στον κρατήρα είχε πυκνώσει, και αποτελούνταν από τουλάχιστον τριακόσια άτομα που είχαν προσφερθεί εθελοντικά. Η σκέψη ότι όλοι εκείνοι οι λυκάνθρωποι είχαν βασίσει τις ελπίδες τους στο θαύμα που θα έκαναν τα Άναμ Κοντάλτα εκείνο το βράδυ έφερνε άλλο ένα παγωμένο ρίγος στο σώμα της Κλέρι.
Στα αριστερά της, όπως πάντα, η Ανταλίνα της έσφιξε το χέρι. «Τρέμεις ολόκληρη», ψιθύρισε, παρόλα αυτά η φωνή της ακούστηκε καθαρή στην απόλυτη ησυχία που επικρατούσε γύρω τους.
«Απορώ πώς εσύ δεν τρέμεις ολόκληρη», η Κλέρι δεν έκανε καμία προσπάθεια να κρύψει το τρέμουλο στη φωνή της.
«Προσπαθώ να σκεφτώ», παραδέχτηκε εκείνη, «για την καλή ιδέα που λέγαμε. Κάτι με τρώει όλο το απόγευμα, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι».
BẠN ĐANG ĐỌC
Φόξποντ
Viễn tưởng[Βιβλίο 3] Οι ξαφνικές επιθέσεις των Εσίρ σε όλες τις κοινότητες φέρνουν το χάος στον κόσμο των λυκανθρώπων. Έτσι, η Κλέρι Στιούαρντ πρέπει να μαζέψει ξανά τις βαλίτσες της και να γυρίσει στο Μάλφελιν, το σπίτι της. Εκεί, η κοινότητα είναι στα πρό...