8

629 40 0
                                    

Τα πράγματα ήταν ήρεμα και η σχέση μου με την Καμίλα καθημερινά γινόταν όλο και πιο σημαντική. Την γνώριζα περισσότερο, και καταλάβαινα πως ήταν ένας πραγματικά αγνός και υπέροχος άνθρωπος. Έχασα κάθε επαφή με τον Χάρι. Ο ίδιος, κινήθηκε αλλάζοντας ακόμα και τμήμα, το οποίο βρήκα έστω γενναιόδωρο. Με τους φίλους του, δεν ανταλλάξαμε καμία κουβέντα πέρα από τους τυπικούς ψυχρούς χαιρετισμούς.
Σήμερα ήταν η μέρα που οι γονείς μου θα επέστρεφαν μαζί με τα μικρότερα αδέρφια μου. Δεν έφερε καμία αλλαγή στην καθημερινότητα μου πέρα από τις πλέον πάλι λιγότερες υποχρεώσεις στο σπίτι.
Τους περίμενα να γυρίσουν το μεσημέρι. Όταν έφτασαν, άνοιξαν μόνοι την πόρτα και σηκώθηκα από τον καναπέ, στον οποίο διάβαζα, για να τους χαιρετήσω. Αγκάλιασα τα μικρά αδέρφια μου πρώτα, και μετά την μητέρα μου. Αντάλλαξα και μία σύντομη αγκαλιά με τον πατέρα μου. "Μας έλειψες" είπε η μητέρα μου, και μου χάιδεψε τα μαλλιά. "Πως ήταν χωρίς εμάς;" ρώτησε και σήκωσα τους ώμους μου. "Βαρετά, δεν συνέβη τίποτα σπουδαίο." είπα προφανώς ψέματα. Καθήσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι, απολαμβάνοντας το γεύμα μας. Οι γονείς μου μιλούσαν για τις εμπειρίες που απέκτησαν εκεί, και επίσης χρησιμοποιούσαν όρους της δουλειάς τους που δεν γνώριζα αλλά μπορούσα να καταλάβω πως ήταν σημαντικοί από τον τρόπο που μιλούσαν για αυτή. "Χαίρομαι για εσάς." είπα και το εννοούσα. Χαμογέλασα και χαμογέλασαν πίσω. "Ξέρεις πως μισούμε να σε αφήνουμε σπίτι μόνη, ε;" είπε η μητέρα μου και το πρόσωπο της έγινε λυπημένο. "Δεν πειράζει, μαμά." είπα και της χάιδεψα το χέρι. Το κινητό μου χτύπησε. Κοίταξα διακριτικά την οθόνη και είχα ένα μήνυμα από την Καμίλα [:Όλα εντάξει με τους δικούς σου;] ρώτησε και αποφάσισα να αγνοήσω το μήνυμα μέχρι να μπορέσω να της μιλήσω άνετα.
Όταν τελειώσαμε ανέβηκα στο δωμάτιο μου και αποφάσισα να πάρω την κοπέλα μου τηλέφωνο.
Λ- Μωρό μου;
Κ- Γεια σου αγάπη μου, πως πήγε;
Λ- Όλα καλά. Εσύ πως είσαι;
Κ- Διαβάζω.
Λ- Να σε αφήσω;
Κ- Δεν είναι απαραίτητο, απλά θα πρέπει να διαβάσω αργά ή γρήγορα, δεν έχω τελειώσει.
Λ- Θα πάω και εγώ ούτως ή άλλως. Θα μιλήσουμε μετά.
Κ- Εντάξει, καλό διάβασμα, αγάπη.
Λ- Επίσης, πανέμορφη.
Με αυτό τον τρόπο κλείσαμε την κλήση. Άνοιξα τα βιβλία μου και συνέχισα το διάβασμα. Ήταν σχεδόν απόγευμα. Είχαμε αποφασίσει με την Καμίλα να συναντηθούμε αργά το βράδυ στο πάρκο μπροστά από το σχολείο ώστε να περάσουμε λίγο χρόνο μαζί.
Βλέποντας την μικρότερη κοπέλα να κάθεται σε ένα από τα παγκάκια και να χαζεύει, ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη μου. Άκουσε τα βήματα μου πάνω στα πορτοκαλί φύλλα των δέντρων που είχαν πέσει στο έδαφος, και έσπαγαν καθώς περπατούσα πάνω τους. Με κοίταξε και χαμογέλασε. Γνωρίζοντας πως κανείς δεν βρίσκεται τριγύρω, την άρπαξα και την φίλησα παθιασμένα. "Μου έλειψες" είπα κάνοντας πίσω. "Και εμένα" παραδέχτηκε και με ξαναφίλησε. Πέρασαν μερικά λεπτά άσχετων συζητήσεων. Δεν υπήρχε ίχνος φωτός στο πάρκο και ο κρύος αέρας προκαλούσε συνεχώς ανατριχίλα στα κορμιά μας. Την πρόσεξα να χαϊδεύει τα χέρια της και να κοιτάζει ευθεία. Υπέθεσα πως κρυώνει. Έβγαλα το δερμάτινο μπουφάν μου και της το φόρεσα. "Θα κρυώσεις εσύ τώρα" είπε επιχειρώντας να μου το δώσει πίσω αλλά την φίλησα γρήγορα και την ξάπλωσα στο ξύλινο παγκάκι. Το φιλί συνεχίστηκε και τα χέρια μου κατέβηκαν στην μέση της. Ακούμπησε τα χέρια μου με τα δικά της, και πρόσεξα πως τα έσπρωχνε προς τα κάτω. Ακολουθώντας τις οδηγίες της, γλύστρισα τα χέρια μου στα μπούτια της και ξεκίνησα να τα χαϊδεύω. Τα χείλη της μεταφέρθηκαν στον λαιμό μου, και ανατρίχιασα ολόκληρη. Ξεκίνησε να με φιλάει και ύστερα προχώρησε με μερικές δαγκωματιές. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τους αναστεναγμούς μου, κάτι το οποίο ήταν κίνητρο για εκείνη και την κινητοποιούσε να συνεχίσει. Το χέρι της χάιδευε την εσωτερική μεριά του μπουτιού μου και εντελώς ξαφνικά, ένιωσα να ακουμπάει την περιοχή μου. Η ανάσα μου έγινε πιο βαριά. Τότε, αφού πίεσε μερικές φορές τα δάχτυλα της, πάνω από το τζιν μου, πήρε πίσω το χέρι της και χαμογέλασε σχεδόν πονηρά. Έμεινα πίσω, μην καταλαβαίνοντας γιατί σταμάτησε. Οι αναπνοές μου θύμιζαν αυτές ενός αθλητή που μόλις είχε τρέξει μαραθώνιο. Την κοίταξα. "Έγινε κάτι;" ρώτησα απορημένη. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. "Απλά μου αρέσει να σε κάνω να περιμένεις." είπε και την κοίταξα περίεργα. Το ύπουλο χαμόγελο παρέμεινε στο πρόσωπο της. "Σε μισώ." είπα και γέλασα. Μου χάιδεψε το παγωμένο μάγουλο. "Όχι, δεν με μισείς." είπε και την κοίταξα με ένα σοβαρό ύφος. Τα μάτια μου γέμισαν ενθουσιασμό και ευτυχία κοιτάζοντας το πανέμορφο της πρόσωπο. Κοίταξα για λίγο το χέρι της στο μάγουλο μου, και γύρισα το βλέμμα μου σε εκείνη. "Όχι, δεν σε μισώ." παραδέχτηκα και με φίλησε απαλά και τρυφερά. Έτσι, λοιπόν, περάσαμε την βραδιά, για μερικές ώρες ακόμα, ώσπου έπρεπε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας.

BLUEWhere stories live. Discover now