Ήταν μία μελαγχολική ημέρα, ο ήχος της βροχής που με μεγάλη ταχύτητα έπεφτε στο έδαφος και στα παράθυρα της πόλης, τα γκρι σύννεφα που έμεναν στάσιμα και η απουσία του ανέμου δημιουργούσαν ένα περίεργο κλίμα. Όλοι έμεναν στα σπίτια τους και οι δρόμοι έξω ήταν άδειοι. Η Λόρεν δεν είχε επικοινωνήσει με κανέναν από εχτές το βράδυ, δεν αισθανόταν σε θέση να το κάνει, και ίσως προς το παρόν ήταν για το καλύτερο. Προσπαθούσε να αποφύγει τις πιθανές εντάσεις λόγω της διάθεσης της. Όχι, δεν αισθανόταν έτσι εξαιτίας του χωρισμού με την Μάντισον, γνώριζε σίγουρα πως ήταν ζήτημα χρόνου ώσπου η μεγαλύτερη κοπέλα καταλάβει ότι δεν θα δουλέψει η μεταξύ τους σχέση. Είχε μάθει κάθε λεπτομέρεια του ταβανιού της περνώντας ώρες απλά κοιτάζοντας το. Ήξερε πως όλο και κάποιος την αναζητά και ανησυχεί, όπως για παράδειγμα η Καμίλα, αλλά δεν την επηρέαζε αρκετά ώστε να της μιλήσει σε τέτοια κατάσταση.
Η Καμίλα έψαχνε την Λόρεν περπατώντας ανήσυχα στο σαλόνι του σπιτιού της. Αρκετές σκέψεις πέρασαν από το κεφάλι της. 'Και αν συνέβη κάτι στο δρόμο εχτές καθώς επέστρεφε;' . Η μικρότερη κοπέλα βέβαια έπεσε αρκέτα έξω από την πραγματικότητα εφόσον σε αυτή, η Λόρεν απλά ήθελε λίγο χρόνο για τον εαυτό της, λίγη ώρα να συνειδητοποιήσει την ταχύτητα με την οποία μεταβάλλονται τα δεδομένα στην ζωή της. Η Καμίλα άφησε ένα τελευταίο μήνυμα στον τηλεφωνητή της Λόρεν : «Λόρεν, όταν το ακούσεις, σε παρακαλώ πάρε με τηλέφωνο, ανησυχώ πολύ.»
Το κουδούνι του σπιτιού της χτύπησε, δύο φορές αναγκάζοντας το βλέμμα της Καμίλα να στραφεί προς την κλειστή πόρτα. Ανοίγοντας την, βρέθηκε μπροστά σε κάτι που θεωρούσε πως δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί αντιμέτωπη με αυτό. «Μπαμπά; Μαμά; Τι δουλειά έχετε εδώ;» ρώτησε ανήσυχη. Ο μεγάλος άντρας πέρασε την πόρτα του σπιτιού δίχως να θεωρήσει απαραίτητη την άδεια της κόρης του, η γυναίκα του ακολούθησε. «Η μητέρα σου και εγώ σκεφτόμασταν πως ήταν καιρός να μιλήσουμε Καμίλα, δε νομίζεις;» ρώτησε ο πατέρας της. Η Καμίλα τον κοίταξε ανήσυχη, δε πίστευε στο θράσος του, «θέλω να φύγετε, δεν έχουμε να συζητήσουμε τίποτα.», τους είπε. Ο μεγάλος άντρας γέλασε και κάθισε στον αναπαυτικό καναπέ, «δε το αποφασίζεις εσύ αυτό κόρη μου, κάθισε.»
-
Η Λόρεν κοιτούσε έξω από το παράθυρο της και δεν άντεχε άλλο την ησυχία αυτή. Φόρεσε το αδιάβροχο της και ξεκίνησε τον δρόμο της για το μόνο άτομο που μπορούσε να ησυχάσει τις σκέψεις τις. Πώς θεωρούσε ότι με το να την αποφύγει κάνει καλό στον εαυτό της; Η Καμίλα δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα, η Καμίλα ήταν η λύση σε κάθε άλλο πρόβλημα, ήταν αυτό που έδινε λόγο στην Λόρεν να προσπαθεί. Μετά από όσα μπήκαν ανάμεσα τους, ήξερε πως για να βρίσκονται μαζί την ίδια στιγμή στο ίδιο μέρος, όλα για εκείνες είναι δυνατά, και ο δεσμός που έχουν μεταξύ τους, είναι πολύ ισχυρός για να χαθεί.
Φθάνοντας έξω από το σπίτι της χτύπησε επιφυλακτικά την πόρτα, αισθανόμενη τύψεις που άφησε την μικρότερη κοπέλα σε αγωνία.
Η Καμίλα άνοιξε την πόρτα και βρήκε την Λόρεν να στέκεται τρυφερά μπροστά της. «Λόρεν;» ρώτησε ενθουσιασμένη και κοίταξε πίσω στο σαλόνι, όπου περίμεναν οι αυστηροί γονείς της, που έκαναν την ζωή της μέχρι και τώρα μια κόλαση. Έκλεισε την πόρτα ελάχιστα και την αγκάλιασε σφιχτά, «Δεν έχεις ιδέα πόσο ανησυχούσα.» είπε ανακουφισμένη και συνέχισε να την κρατάει. Η πόρτα άνοιξε και από αυτή φάνηκε ο μεγάλος άντρας. «Τι κάνεις εσύ εδώ; Τι κάνει αυτή εδώ κόρη μου;» ρώτησε οργισμένος και μπερδεμένος εφόσον ήταν σίγουρος πως είχε χωρίσει για πάντα τις δύο κοπέλες. «Πατέρα μπες μέσα και επιστρέφω σε ένα λεπτό, σε παρακαλώ» ζήτησε ευγενικά η Καμίλα. Η Λόρεν ήταν φοβισμένη, συναίσθημα το οποίο εύκολα γινόταν αντιληπτό στο πρόσωπο της. Τότε εκείνος τράβηξε από το χέρι την μικρότερη κοπέλα και την έσυρε μέσα στο σπίτι. Η Λόρεν σαφώς και δεν του επέτρεψε να συνεχίσει, μπήκε μέσα και του ζήτησε ευγενικά να την αφήσει ήσυχη. Η Καμίλα είχε κοκκινίσει από ντροπή και δεν γνώριζε τι θα μπορούσε να συμβεί στη συνέχεια. «Δε βλέπετε πως την στεναχωρείτε; Αφήστε την και φύγετε σας παρακαλώ.» είπε η Λόρεν μη θέλοντας να τον αναστατώσει. Εκείνος τότε γέλασε, «Είσαι ένα σκουπίδι, εσύ το προκάλεσες όλο αυτό ανέκαθεν. Για όλα οφείλεσαι εσύ, και οι ανωμαλίες που έχεις περνάνε στην κόρη μου. Εξαιτίας σου.» της φώναξε. Η Λόρεν ένιωθε να βράζει από θυμό. Τότε η φωνή της Καμίλα ακούστηκε, «Δε θα της ξαναμιλήσεις έτσι!» του φώναξε. Θεώρησε πως αυτό θα τον σταματήσει αλλά εκείνος την κοίταξε στα μάτια και σε κλάσματα δευτερολέπτου, φρόντισε να την χτυπήσει με το βαρύ χέρι του στο πρόσωπο της. Η Καμίλα άφησε μια μικρή κραυγή πόνου και κάλυψε το πρόσωπο της με τις παλάμες των χεριών της. Το αίμα της Λόρεν αισθανόταν πια παγωμένο και τα χέρια της έτρεμαν από θυμό. Αμέσως έπεσε με δύναμη πάνω στον μεγάλο άνδρα και ξεκίνησε να τον χτυπάει όσο εκείνος αμύνονταν. Εκείνη την στιγμή, η μητέρα της Καμίλα μπήκε στην μέση και τους χώρισε φροντίζοντας να μην συμβεί κάτι χειρότερο από όσα είχαν ήδη συμβεί. Τα χείλη της Λόρεν έσταζαν αίμα όπως και τα χέρια της. Ο μεγάλος άντρας έσπρωξε την γυναίκα του, έφτιαξε τα ρούχα του και έκανε τον δρόμο του προς την πόρτα. Γύρισε κοιτάζοντας τις δύο κοπέλες. «Εμείς δεν τελειώσαμε εδώ» είπε και η Λόρεν δεν δίστασε να του επιτεθεί ξανά. Τα χέρια της είχαν μουδιάσει και πλέον δεν αισθανόταν την δύναμη με την οποία τον χτυπούσε. Η Καμίλα τότε την τράβηξε πίσω. «Αν την ξανά ακουμπήσεις θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια γυμνά. Θα φροντίσω να είσαι 5 μέτρα κάτω από το έδαφος.» του φώναξε και με την πιέση της γυναίκας του, το ηλικιωμένο ζευγάρι εξαφανίστηκε από μπροστά τους.«Λυπάμαι ειλικρινά που έγινε όλο αυτό.» είπε η Καμίλα για χιλιοστή φορά καθώς καθάριζε το πρόσωπο της Λόρεν από τις πληγές. «Μη το ξαναπείς, δεν ξέρεις τι ήταν ικανός να κάνει εάν δεν εμφανιζόμουν» είπε. «Σε έχω ζαλίσει με τα δικά μου, όλο προβλήματα είμαι» είπε η μικρότερη κοπέλα και η Λόρεν χωρίς δεύτερη σκέψη ένωσε τα χείλη τους. Έκανε πίσω, «Όσα προβλήματα και να έχεις, ποτέ δε θα είσαι πρόβλημα για εμένα. Το κατάλαβες;» της είπε και για πρώτη φορά σήμερα την είδε να χαμογελάει πραγματικά. Και οι δύο κοπέλες χαμογελούσαν. Η Λόρεν την κοίταξε στα μάτια, «Αυτό είναι το κορίτσι μου. Να μου χαμογελάς». Και με αυτό, γνώριζαν πως όσα εμπόδια και εάν προκύψουν, η δύναμη της αληθινής αγάπης πάντα θα τα ξεπερνάει. Έχοντας η μία την άλλη, είχαν περισσότερα από όσα νόμιζαν και ήξεραν στην πραγματικότητα. Δύο καρδιές που συγχρονίζονται μεταξύ τους, και καίνε για τον ίδιο λόγο, για τον έρωτα, σε ένα διαμέρισμα μια βροχερή ημέρα.
YOU ARE READING
BLUE
FanfictionΠρωινό ξύπνημα, ημέρα Δευτέρα. Μια φάση που όλοι οι έφηβοι απεχθάνονται. Πόσο μάλλον όταν είσαι αναγκασμένη να πας στο μέρος που ονομάζεται σχολείο, αισχρό στην καλύτερη. Η προσπάθεια να σηκωθείς από το κρεβάτι γίνεται υπερβολικά δύσκολη όταν η κουβ...