14

632 37 1
                                    

Σήμερα ήταν η ημέρα που κανονίσαμε με την Καμίλα να βγούμε ραντεβού. Ανυπομονούσα από την στιγμή που μου έστειλε σε μήνυμα τις λεπτομέρειες της ημέρας. Μου είπε να ντυθώ κανονικά και όχι υπερβολικά επομένως φόρεσα ένα μαύρο φούτερ, ένα μαύρο κολλητό τζιν και φτιάχτηκα μέτρια. Μου είπε πως θα έρθει να με πάρει από το σπίτι μου οπότε κάθισα έξω από την πόρτα και περίμενα την άφιξη της. Ενημέρωσα πιο πριν τους γονείς μου για όλο το πλάνο εάν και φάνηκαν πολύ επιφυλακτικοί απέναντι στο γεγονός του να κοιμηθώ στο σπίτι της. Παρόλα αυτά, μου έδωσαν την άδεια, λυγίζοντας. Πέρασαν μερικά λεπτά και η Καμίλα ακόμα δεν είχε φανεί πουθενά. Όταν προσπάθησα να την καλέσω, εμφανίστηκε μπροστά μου και με χαιρέτησε. Την κοίταξα και σχηματίστηκε ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη μου. "Είσαι πανέμορφη" της είπα και την κοίταξα από τα πόδια ως το κεφάλι μαγεμένη από την ομορφιά της. Χαμογέλασε και έσπρωξε μία τούφα από τα μαλλιά της πίσω από το αυτί της. "Μπορώ να πω το ίδιο και για εσένα." είπε και η αλήθεια είναι πως ένιωσα άδικα και άσχημα που δεν μπορούσα εκείνη την στιγμή να την αρπάξω στα χέρια μου και να την γεμίσω φιλιά. Αλλά σε μία τέτοια κοινωνία ήταν δύσκολο και σκληρό να είσαι διαφορετικός από το πλήθος. Και κρατούσα το όνομα της οικογένειας μου στα χέρια μου, δεν μπορούσα να φέρομαι όπως επιθυμώ αλλά μόνο όπως αρμόζει, όσο και αν με έκανε να αισθάνομαι πως πνίγομαι. "Πάμε;" με ρώτησε διστακτικά και εγώ έγνεψα καταφατικά το κεφάλι μου.

Η Καμίλα με οδήγησε στη πιο κοντινή στάση λεωφορείων και το γνώριζα διότι στη πόλη αυτή δεν υπήρχαν αρκετά λεωφορεία πέρα από τα σχολικά, άλλα 2-3 που κυκλοφορούν στη πόλη, και τα υπόλοιπα σε βγάζουν έξω από το μέρος αυτό, σε είτε μεγάλες πόλεις που είναι γεμάτα μαγαζιά και νυχτερινή ζωή, είτε σε πιο απόμακρα σημεία όπου δε σε γνωρίζει και δε σε ενοχλεί κανείς. Γνώριζα τα περισσότερα μέρη επειδή παλαιότερα συνήθιζα να φεύγω με τον Χάρι και τους φίλους μας κρυφά σε άλλες πόλεις, και ύστερα γυρνούσα χωρίς να μείνει το ίχνος μου πουθενά, έτσι οι γονείς μου δεν θα χρειαζόταν να ξέρουν την αλήθεια.
Καθίσαμε σε ένα παγκάκι και αναμέναμε το πρώτο λεωφορείο που θα περάσει. "Γνωρίζεις που θα πάμε ή το κρατάς και αυτό έκπληξη στον εαυτό σου;" ρώτησα και την έκανα να γελάσει, "νομίζω πως γνωρίζω." είπε και μου χάιδεψε το χέρι διακριτικά. Την κοίταξα και της χτύπησα σιγά το χέρι. "Ελπίζω να γνωρίζεις." είπα και αυτό την έκανε να γελάσει ακόμα περισσότερο. Σταμάτησε και με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. "Θέλω να σε φιλήσω" είπε. Η καρδιά μου σίγουρα σταμάτησε να χτυπάει για μερικά δευτερόλεπτα, "και εγώ θέλω να με φιλήσεις" ήταν το μόνο που κατάφερα να πω. Κοίταξε αμήχανα το έδαφος και της έσφιξα δυνατά το χέρι. Κοιτάζοντας γύρω μας αναρωτιόμουν εάν θα ήταν καλή στιγμή να την φιλήσω τώρα, αλλά δίστασα και δεν τόλμησα να το κάνω, για παν ενδεχόμενο. Ήρθε μετά από μερικά λεπτά το λεωφορείο και η Καμίλα σηκώθηκε αμέσως. Μπήκαμε μέσα και αφού τακτοποιηθήκαμε, ο οδηγός ξεκίνησε τον δρόμο του έξω από τη πόλη.

BLUEWhere stories live. Discover now