Μία μέρα πριν τα Χριστούγεννα. 24 Δεκεμβρίου. Οι δρόμοι της πόλης διαφοροποιούνται και γεμίζουν με παιδιά που παίζουν με όσο χιόνι υπάρχει. Στολίδια και φωτάκια φτιάχνουν μία ζεστή ατμόσφαιρα. Ζευγάρια τριγυρνούν στις πλατείες χέρι-χέρι. Είναι από τις πιο επιθυμητές εποχές.
Είχα ντυθεί ζεστά για να μην με επηρεάζει η παγωνιά, και έκανα τον δρόμο μου ως μία τοπική, ήσυχη καφετέρια. Έβγαλα το μεγάλο μπουφάν μου και κάθισα σε ένα μικρό τραπέζι. Ακούμπησα πάνω το βιβλίο που κουβάλησα μαζί μου και αφού παρήγγειλα τον ζεστό καφέ μου, ξεκίνησα να το διαβάζω. Οι σελίδες περνούσαν αδιάφορες σε εμένα. Διάβαζα αρκετά συγκεντρωμένη και αφοσιωμένη στα γράμματα που περιείχε. Όταν η φιλική σερβιτόρα με πλησίασε και μου έδωσε τον καφέ μου, άκουσα το κουδούνι της πόρτας που έκανε τον ήχο του κάθε φορά που κάποιος την άνοιγε. Το βλέμμα μου αυθόρμητα έπεσε σε εκείνη και παρατήρησα κάτι που δεν περίμενα ποτέ. Περπάτησε μέσα ο Χάρι και κρατούσε επίσης ένα βιβλίο στα χέρια του. Έβγαλε τον σκούφο του και πέρασε το χέρι του μέσα από τα σγουρά μακριά μαλλιά του. Χαμογέλασε στους υπάλληλους που είδε και κάθισε σε ένα άλλο τραπέζι, λίγο πιο μακριά από εμένα. Έβγαλε το παλτό του, και έμεινε με το κίτρινο ζεστό πουλόβερ του και ένα μαύρο κολλητό τζιν. Παρήγγειλε τον καφέ του και ξεκίνησε να διαβάζει. Μου φάνηκε περίεργο που φαίνεται να είναι ο ίδιος άνθρωπος που αγάπησα κάποτε. Όχι ο απόμακρος, ψυχρός και απαίσιος άνθρωπος που κατέληξε για εμένα.
Επέστρεψα στο διάβασμα μου και σύντομα ξεχάστηκα από την παρουσία του. Η ώρα σίγουρα περνούσε αλλά δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω. Η Καμίλα λείπει με τους γονείς της εκτός πόλης και δεν μπορούσε να βγει μαζί μου. Της είχα πει πως θα έρθω εδώ και θα περάσω την μέρα μου έτσι. Μετά από λίγο, άκουσα βήματα να κάνουν τον ήχο τους πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Από το πουθενά, ο Χάρι τράβηξε την καρέκλα μπροστά μου, και κάθισε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τον κοίταξα και σήκωσα ένα φρύδι ψηλά. ''Μπορώ να σε βοηθήσω κάπως;'' ρώτησα αλλά δεν απάντησε και απλά ξεκίνησε να διαβάζει ξανά το βιβλίο του. Τον παρατήρησα για λίγο. Δεν έδωσα παραπάνω σημασία. Μερικά λεπτά μετά, χαμογέλασε με κάτι που διάβασε. Τον κοίταξα και αυθόρμητα εντελώς χαμογέλασα και εγώ. ''Λυπάμαι πολύ για όσα έκανα, Λόρεν.'' είπε και με ξάφνιασε. Δεν ήξερα πως να απαντήσω. ''Ήμουν τόσο κόπανος απέναντι σου. Δεν το αξίζει κανείς. Νιώθω χαζός, από την στιγμή που σε έχασα, έχασα την καλύτερη μου φίλη και πήρε όλο αυτό το καιρό να το καταλάβω. Να σε εκτιμήσω.'' είπε και έμοιαζε να το εννοεί. Το χέρι μου έσφιξε το δικό του δυνατά πάνω στο τραπέζι. ''Είναι εντάξει.'' του είπα, παρόλο που δεν ήταν εντάξει. ''Όχι, δεν είναι. Θέλω να επανορθώσω.'' είπε. Κούνησα το κεφάλι μου. ''Εντάξει.'' συμφώνησα και κράτησε τα δύο χέρια μου σφιχτά στις ζεστές χούφτες του. Ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό μου, και μείναμε έτσι μερικά λεπτά, μέχρι που συνειδητοποίησα πως όλο αυτό ήταν περίεργο και έκανα πίσω.Λίγο πριν βραδιάσει, κοίταξα το κινητό μου για εκατοστή φορά, αλλά δεν είχα λάβει κανένα μήνυμα από την Καμίλα. Υπέθεσα πως θα ήταν αρκετά απασχολημένη ήδη. Ή ίσως δεν είχε σήμα για να μου μιλήσει. Όπως και να 'χε, ήθελα μια στιγμή να ησυχάσω. Δεν ήξερα πως να της εξηγήσω την σκηνή στην καφετέρια. Γνωρίζω πως μετά από όλα τον μισεί. Μετά από όσα της έκαναν, και όσα μου έκανε. Τον σιχαίνεται, και δεν έχει άδικο. Αλλά εγώ δεν μπορώ να τον μισήσω. Ίσως να μην χρειαζόταν να της πω τα πάντα.
Γυρνώντας σπίτι, δεν βρήκα κανέναν. Ανέβηκα στο δωμάτιο και παρατήρησα πως το φως ήταν ανοιχτό. Όταν άνοιξα την πόρτα βρήκα την Καμίλα να κάθεται στην καρέκλα μου. ''Καμίλα; Γύρισες;'' ρώτησα ξαφνιασμένη. Σηκώθηκε. Τα μάτια της ήταν κόκκινα και πρησμένα. ''Τι έγινε;'' ρώτησα και πήγα να την αγκαλιάσω αλλά αμέσως με έσπρωξε. ''Γιατί ήσουν μαζί του;'' ρώτησε και φαινόταν πως προσπαθούσε δυνατά να μην κλάψει. ''Που το ξέρεις;'' ήταν το πρώτο πράγμα που ήρθε στο κεφάλι μου. Γέλασε. ''Δεν είχα φύγει. Σκόπευα να σου κάνω έκπληξη.'' είπε και την κοίταξα περίεργα. ''Αύριο είναι Χριστούγεννα. Ήθελα να κάνουμε κάτι σημαντικό μαζί.'' είπε. ''Και όταν ήρθα να σε βρω, περνώντας απ'έξω, σας είδα να είστε υπερβολικά κοντά.'' είπε και τώρα ξεκίνησε να δακρύζει. ''Μην κλαις, θα σου εξηγήσω.'' της ζήτησα και εκείνη προχώρησε προς την πόρτα. ''Δεν θέλω να μου εξηγήσεις τίποτα. Ξέρεις πως είναι λάθος αυτό που έκανες.'' είπε και με κοίταξε με πόνο στα μάτια. ''Δεν μπορώ να διώχνω τους πάντες από την ζωή μου επειδή έχεις θέματα μαζί τους Καμίλα!'' της φώναξα. Με κοίταξε ξαφνιασμένη. ''Σχεδόν σε βίασε. Εγώ έχω θέματα;'' φώναξε και την έσπρωξα πίσω, ''Δεν έχεις γαμημένη ιδέα, είσαι υπερβολική. Δεν ξέρεις την σχέση μου μαζί του.'' φώναξα. Δεν αντέδρασε. Σήκωσε το κεφάλι της. Τώρα έβλεπα πως έκλαιγε αρκετά. ''Τελειώσαμε, Λόρεν.'' είπε και άνοιξε την πόρτα να φύγει. Με κοίταξε άλλη μία φορά και μετά έφυγε, κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Χτύπησα την πόρτα δυνατά με το χέρι μου και ένιωθα τόσο θυμωμένη μέσα μου. Δεν το άντεχα άλλο. Δάκρυα ξεκίνησαν να κυλάνε στα μάγουλα μου και μετά από όλη την κούραση έπεσα στο κρεβάτι μου και προσπαθούσα να ηρεμήσω τον εαυτό μου. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως συνέβη όλο αυτό τόσο ξαφνικά.
YOU ARE READING
BLUE
FanfictionΠρωινό ξύπνημα, ημέρα Δευτέρα. Μια φάση που όλοι οι έφηβοι απεχθάνονται. Πόσο μάλλον όταν είσαι αναγκασμένη να πας στο μέρος που ονομάζεται σχολείο, αισχρό στην καλύτερη. Η προσπάθεια να σηκωθείς από το κρεβάτι γίνεται υπερβολικά δύσκολη όταν η κουβ...