Νο.11

87 8 0
                                    

                  Πάρης pov
Τα δάχτυλα μου χτυπούσαν ρυθμικά το γόνατο μου ενώ την περίμενα.
Έντεκα πια η ώρα και εγώ ακόμα εκεί, να την περιμένω να έρθει.
Η υπομονή μου είχε εξαντληθεί. Εγώ βρισκόμουν εκεί για εκείνη αλλά ούτε λόγος για τον Πάρη.
Τόσα χρόνια εγώ να προσπαθώ να τη βοηθήσω, να της μιλήσω. Εκείνη αφού τα έμαθε όλα με αγνοεί και παίζει μαζί μου ή τελικά δεν αξίζει η προσπάθεια μου.
Δεν αξίζει να περιμένω να έρθει.
Δεν αξίζει ο αγώνας που έκανα,  κάνω και θα κάνω για εκείνη.
Δεν αξίζει που είμαι εδώ. Δεν αξίζει να συνεχίσω κάτι που ο πατέρας μου ο ίδιος δεν κατάφερε.
Άδικος κόπος... 
Δεν ξέρω όντως τι μου συνέβη εκείνη τη στιγμή κι άρχισα να νευριάζω περισσότερο.
Η ένταση και η οργή με είχαν καταβάλει χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο.
Ήμουν θολωμένος.

Γνώριζα πως όσα θα έκανα θα ηταν μία απλή αποτυχία.

Με τα νεύρα μου πια στο ζενίθ και εκεί που πάω να σηκωθώ, ακούω να φωνάζουν το όνομά μου.
Ήταν εκείνη. Η θωριά της φαινόταν παράξενη.

Καμπουριάζε, τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα από τον αέρα και όσο την πλησίαζα έβλεπα πως τα μάτια της γινόντουσαν ακόμα πιο κόκκινα.

Ξέχασα όσα σκεφτόμουν πριν. Δεν είχαν αξία. Είχε την δικαιολογία της.

" Τι συμβαίνει είσαι καλά ;" την ρωτάω ανήσυχος καθώς παρατηρώ κάθε πιθαμή του προσώπου της.
Εκτός από τα κατακόκκινα μάτια της,  κατακόκκινο ήταν και το μάγουλο της.
Την χτύπησε. Την χτύπησε ξανά.
Είχε και κάποιες γρατζουνιές στα χέρια της.
Οι ανάσες της κόφτες. Ήταν λες και έτρεχε.
Προσπαθούσε να μου πει κάτι. Συνεχώς πνιγόταν από τα ίδια τα λόγια της.
" Μα-μας έπιασε ο-ο πατέρας μου" είπε με μία ανάσα ενώ με κοιτούσε κατευθείαν στα μάτια.
Εγώ φταίω. Εγώ πάλι φταίω που την χτύπησε.
Ο θυμός μου δεν μπορούσε να μετρηθεί . Χτυπούσα ότι έβρισκα μπροστά μου. Έβριζα χωρίς καν να σκέφτομαι. Έπραττα χωρίς να σκέφτομαι.
Εγώ πάλι την έκανα να πονέσει. Εγώ την έκανα να πληγωθεί. Εγώ την έκανα μην πιστεύει σε κάτι καλύτερο.

Μετά από το ξέσπασμα μου κάθισα στο παγκάκι δίπλα μου.
Εκείνη διστακτικά με ακούμπησε στον ώμο.
Το άγγιγμα της με ηλέκτρησε.
Τα κρύα δάκτυλα της ακούμπησαν το καυτό από τον ιδρώτα ώμο μου και τον δρόσισαν.
Δρόσισε και ημέρεψε τους δαίμονες μου που διψούσαν για αυτήν. Για την γαλήνη και την εμπιστοσύνη που σου πρόσφερε.
Την κοιτώ απευθείας στα μάτια και της χαμογελώ. Εκείνη μου πιάνει το χέρι ενώ δεν έχει πάρει τα μάτια της από τα δικά μου.
" Δεν φταις εσύ, απλά δεν ήμουν όσο προσεκτική έπρεπε. Όλα καλά θα πάνε. Μην στεναχωριέσαι .
Έτσι κι αλλιώς έχουμε και δουλειά να κάνουμε δεν νομίζεις ;" μου είπε στοργικά καθώς εγώ χάιδευα τις πληγές στις παλάμες της.
Οι μελανιές ήταν μαύρες. Φρέσκες .
Το μάγουλο της ακόμα να ηρεμήσει. Όπως και η ψυχή της.
Όσες φορές και να την κυνηγήσουν, να την πληγώσουν εκείνη, εκεί,  θα επιμείνει. Θα επιμείνει να πονάει κι ας είναι ο άλλος καλά. Κι ας είναι ο εχθρός της καλά.
Έτσι θα κάνω κι εγώ. Θα επιμείνω. Θα προσπαθώ.
Δεν θα την αφήσω έτσι . Με μένα μαζί της δεν θα πονάει. Δεν θα την αφήσω. Ας πονέσω εγώ παρά εκείνη. Της αξίζει.

"It's Our Case Darling" Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt