13. ΒΑΛΧΑΛΛΑ

320 39 51
                                    

«Πονάω!», ο Τσέις βόγκαγε ασταμάτητα. Είχε καλύψει και με τα δυο του χέρια την μύτη του, η οποία αιμορραγούσε. «Πονάω ρε δεν με ακούς;»

«Όλη η Μόιρα σε είχε ακούσει», γύρισα σελίδα στο περιοδικό που διάβαζα περιμένοντας την Σάρα να τον δει. «Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι.»

Κλαψούρισε και κατέβασε το ένα του χέρι. Τον βοηθούσα κι εγώ με το ένα μου χέρι να σταματήσει την ρινορραγία με ένα χαρτομάντιλο. Αλλά ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω μέχρι στιγμής.

«Τι διαβάζεις με τόση προσήλωση;», μουρμούρισε.

Κατανοούσα τον πόνο του αλλά γκρίνιαζε υπερβολικά.

«Χαζεύω μωρέ», συνέχιζα να γυρνάω τις σελίδες του περιοδικού.

«Δώσε και σε μένα λίγη σημασία», έκανε να γυρίσει το κεφάλι του προς το μένα αλλά δεν τα κατάφερε.

«Θα έρθει τώρα η Σάρα και θα σου δώσει όση σημασία θέλεις.»

Πραγματικά δεν χρειάστηκε να περιμένουμε πολύ. Σύντομα ήρθε η Σάρα να δει την σπασμένη του μύτη. Συνέχιζε να κλαψουρίζει και να παραπονιέται ότι υποφέρει. Αν έσπαγε ποτέ κανένα κόκαλο μπορεί να πέθαινε κυριολεκτικά από τον πόνο.

Αφού τον περιποιήθηκε η Σάρα και του έδωσε μερικά παυσίπονα για τον πόνο επιστρέψαμε στο σχολείο. Του είχε καθαρίσει τα αίματα και του είχε βάλει ένα γερό τσιρότο, αλλά είχε πρηστεί και μελανιάσει πολύ. Πιστεύω πως η γκρίνια οφειλόταν κυρίως στο ότι αλλοιώθηκε η εμφάνισή του, αλλά η Σάρα του υποσχέθηκε πως μέχρι το Χάλλογουιν θα είχε γίνει περδίκι.

Μπαίνοντας στο σχολείο συναντήσαμε τον Κάρτερ, ο οποίος επέστρεφε στο παλάτι, αφού πέρασε το μεσημεριανό του με την Μέλανη. Εγώ κρατούσα τον Τσέις από το χέρι και εκείνος περπατούσε αργά λες και είχε χτυπήσει στα πόδια του.

«Δοκιμάζεις κουστούμια για το Χάλλογουιν;», τον κορόιδεψε ο Κάρτερ βλέποντάς μας.

Μετά την στιγμή προσευχής που μοιραστήκαμε στο νεκροταφείο τα πηγαίναμε πολύ καλά. Δεν είχα καταφέρει ακόμα να του εξομολογηθώ τα συναισθήματά μου, αλλά προσπαθούσα να τα δείχνω με τις πράξεις μου πράγμα το οποίο εκείνος καταλάβαινε και χαιρόταν πολύ. Ήμασταν πιο άνετοι μεταξύ μας. Ίσως σύντομα να μπορούσα να μοιραστώ μαζί του όσα με βασάνιζαν τον τελευταίο ενάμισι χρόνο.

Ο Τσέις κλαψούρισε και έγειρε το κεφάλι του στον ώμο μου.

«Έλα μην του τα λες αυτά», τον χτύπησα απαλά στην μέση, όπου είχα περάσει το χέρι μου για να στηρίζω τον 'ετοιμοθάνατο'. «Και με λερώνει», μόρφασα όταν έσκυψε στον ώμο μου.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙWhere stories live. Discover now