17. Ο ΨΕΥΤΗΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ

289 40 24
                                    

Φοβόμουν πολύ τον θάνατο. Είχα βρεθεί πολλές φορές ένα βήμα κοντά του αλλά ποτέ δεν είχα την γενναιότητα που είχαν άλλοι απέναντί του. Δεν φοβόμουν όμως την διαδικασία ή τι θα γινόταν μετά. Ήξερα πως θα πήγαινα στον Κάτω Κόσμο. Φοβόμουν για όλα αυτά που θα άφηνα πίσω μου. Δεν μπορούσα να αφήσω το βασίλειο μέσα σε αναταραχές και πιθανούς, φιλόδοξους μνηστήρες του θρόνου, οι οποίοι δεν ήταν λίγοι. Από την άλλη είχα και φίλους που δεν ήθελα να χάσω. Μέσα σε όλες τις δυσκολίες της ζωής μου αυτοί ήταν η παρηγοριά μου. Τους είχα αγαπήσει και μολονότι τους ήξερα για λίγο καιρό δεν μπορούσα να φανταστώ την ζωή μου χωρίς αυτούς. Κι όχι μόνο εκείνους, αλλά και τον Κάρτερ. Και χωρίς τον Κάρτερ τα πάντα θα μου φαίνονταν ανιαρά. Ήταν ο πρώτος μου έρωτας και ένα υπέροχο νταμπίρ, που δυστυχώς γνώρισα καλύτερα μετά από μια σειρά τραγικών γεγονότων. Τον γνώρισα όμως και όλη μου η καρδιά του δόθηκε απλόχερα παρά τους φόβους και τις ανησυχίες μου.

Ένιωθα μουδιασμένη σε όλο μου το σώμα. Όλα όσα με ανησυχούσαν άρχισαν να σβήνουν και σίγα σιγά να εγκαταλείπουν το μυαλό μου. Άνοιξα τα μάτια μου κι αντίκρισα τα ανήσυχα μάτια του πατέρα μου.

«Κοριτσάκι μου», ψέλλισε μόλις άνοιξα τα μάτια μου και μου χάιδεψε το μέτωπο.

Κοίταξα τριγύρω κι είδα πως ήμουν στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Ξεροκάταπια και προσπάθησα να ανασηκωθώ.

«Ξεκουράσου», με απέτρεψε ο πατέρας μου. «Δεν έχεις ανακτήσει τις δυνάμεις σου ακόμα.»

«Τι συνέβη;», τον ρώτησα.

Υπήρχαν κάποιες θολές εικόνες στο μυαλό μου. Άρχισα να τις βάζω σε μια σειρά για να αποκτήσουν μια συνοχή και δεν μου άρεσε καθόλου αυτό που έβλεπα. Ο Νόα με είχε απαγάγει και στην πορεία μου να ξεφύγω τράκαρα με το αμάξι. Δίπλα μου ήταν κάποιος του οποίου το πρόσωπο ήταν θολό. Θυμάμαι όμως να είναι γεμάτος αίματα. Τον είχα σκοτώσει. Ω Θέε μου! Είχα σκοτώσει κάποιον.

Ο πατέρας μου δεν μου απαντούσε, αλλά η μνήμη μου έδινε όλες τις απαντήσεις. Τα μάτια μου γέμισαν με δάκρυα συνειδητοποιώντας ότι είχα πάρει μια αθωά ζωή.

«Σκότωσα κάποιον;»

«Όχι», κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.

«Μη μου λες ψέματα», άρχισα να βαριανασαίνω. «Ποιος ήταν στο αυτοκίνητο μαζί μου;»

«Δεν βρέθηκε κανένας στο αυτοκίνητο.»

Μπορούσα να καταλάβω πότε κάποιος μου έλεγε ψέματα. Δεν ήταν κάτι μαγικό ή τίποτα υπερφυσικό. Απλώς μάθαινα να μελετάω καλά τους ανθρώπους και να ξέρω την παραμικρή τους αντίδραση όταν ψεύδονταν. Ο πατέρας μου συνήθως πετάριζε ελαφρώς τα βλέφαρά του ή δεν με κοιτούσε. Τώρα με κοίταγε στα μάτια χωρίς την παραμικρή αναταραχή. Μου έλεγε την αλήθεια.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙDove le storie prendono vita. Scoprilo ora