18. ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΦΙΛΙ

326 36 33
                                    

Ο ήλιος ήταν ζεστός κι η ζεστασιά του χάιδευε απαλά τα μάγουλά μου. Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε. Όλο το λιβάδι μοσχομύριζε. Τουλίπες, παπαρούνες, βιόλετες, ζωηρά χρώματα και ευωδίες παντού. Περπατούσα ξιπόλυτη αφήνοντας το γρασίδι να αγκαλιάζει τα πόδια μου. Το άσπρο φόρεμά μου χυνόταν ανάλαφρα πάνω μου και τα μαλλιά μου τα στόλιζε ένα στεφάνι με μαργαρίτες. Ένιωθα γαλήνια κι ελεύθερη. Αυτή την αίσθηση είχα καιρό να την νιώσω. Αυτή την ασφάλεια και την ευτυχία.

Από μακριά ο Κάρτερ με χαιρετούσε. Φαινόταν κι εκείνος χαρούμενος. Άπλωσε τα χέρια του κι εγώ ρίχτηκα στην αγκαλιά του. Με κρατούσε σφιχτά αλλά τρυφερά. Με φίλησε στο μέτωπο και μου χαμογέλασε. «Τι θέλεις να κάνουμε σημέρα;»

«Χμμ», σκέφτηκα για λίγο. «Να πάμε στην έπαυλη. Πρέπει να την δεις. Είναι υπέροχη.»

Ένευσε καταφατικά και με ξαναφίλησε στο μάγουλο. «Ό,τι θέλεις εσύ.»

Το χαμόγελο του Κάρτερ με γέμιζε με ένα σίφουνα θετικών συναισθήματων. Το ίδιο κι η όλη ατμόσφαιρα. Ξεγλίστρυσα από τα χέρια του κι έκανα μια στροφή γελώντας και εισπνέοντας οξυγόνο, να γεμίσουν τα πνευμόνια μου. Σχεδόν χορεύοντας κατευθύνθηκα σε μια τριανταφυλλιά. Άκουγα το γάργαρο γέλιο του Κάρτερ, ο οποίος με κοιτούσε όλο καμάρι. Άπλωσα το χέρι μου να κόψω ένα τριαντάφυλλο, αλλά ήμουν απρόσεχτη κι ένα αγκάθι μου τρύπησε το δάχτυλο.

Ξαφνικά ο ουρανός σκοτείνιασε. Όλη μου η χαρά μετατράπηκε σε θλίψη και φόβο. Τα χρώματα των λουλουδιών παραδόθηκαν στο σκούρο μαύρο. Το αίμα από το δάχτυλό μου έσταξε στα πόδια μου, τα οποία είχαν γεμίσει με αίμα. Οι μαργαρίτες στο στεφάνι μου αντικαταστάθηκαν από αγκάθια. Ανασήκωσα το βλέμμα μου και αναζήτησα τον Κάρτερ. Εκείνος είχε εξαφανιστεί. Από μακριά άκουσα μια γνώριμη γυναικεία φωνή να φωνάζει «Έυα.»

Μια ομίχλη άρχισε να θολώνει την όρασή μου. Προσπάθησα να τρέξω αλλά τα γόνατά μου ήταν αδύναμα και σωριάστηκα στο ένα μου βήμα. Μπροστά μου αντίκρισα την Μόνι. Φορούσε ένα σκισμένο νυφικό κι ήταν κατάχλωμη. Στο λαιμό της υπήρχε αίμα από δάγκωμα βρικόλακα. Τα μάτια της ήταν κλαμένα και έτρεμε.

«Βοήθησε με Εύα», ψέλλισε. «Βοήθησε με», φώναξε.

Τα μάτια μου άνοιξαν και ξαναβρέθηκα στο μπουντρούμι του Νόα. Κάθε μέρος του μυαλό μου, είτε συνειδητό είτε υποσεινήδητο, ανησυχούσε για την Μόνι, με αποτέλεσμα να στοιχειώνομαι ακόμα και στον ύπνο μου.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang