20. ΣΠΙΤΙ

296 36 23
                                    

Πάντα μου άρεσε το χιόνι. Πιο πολύ κι από την βροχή. Κάθε φορά που χιόνιζε ένιωθα πως η ζωή μου είχε ολοκληρωθεί. Σχεδόν κάθε χειμώνα πηγαίναμε με την οικογένειά μου σε κάποιο χιονοδρομικό κέντρο ή σε κάποιο σαλέ. Το χιόνι με έκανε να νιώθω ευτυχισμένη. Στην πρώτη υποψία πως έλιωνε λυπόμουν πολύ. Ίσως να έφταιγε ότι ήμουν παιδί του χειμώνα, κι ενώ γεννιόμουν όλη η πλάση είχε παραδοθεί σε παγετό. Όπως και να είχε δεν μαράζωνα μπροστά σε ένα κατάλευκο τοπίο. Τώρα όμως περπατούσα σε ένα χιονισμένο λιβάδι χωρίς να χαίρομαι την θέα. Φορούσα ένα μακρύ, γαλάζιο φόρεμα και ήμουν ξιπόλυτη. Το χιόνι δεν πάγωνε το δέρμα μου κι ο ελαφρύς αέρας χάιδευε απαλά τα μάγουλά μου. Λευκός ήταν κι ο ουρανός, γεμάτος σύννεφα. Οι ακτίνες του ήλιου με το ζόρι έφταναν στην Γη. Ήμουν ολομόναχη και το μόνο που ακουγόταν ήταν η ανάσα μου. Τριγύρω υπήρχαν μόνο μερικά δέντρα, απογυμνωμένα από τα φύλλα τους. Η όλη ατμόσφαιρα με γέμιζε μελαγχολία και η μοναξιά με χτυπούσε σαν μαχαίρι.

Περπάτησα αρκετά χιλιόμετρα χωρίς να κουράζομαι ή να κρυώνω. Βασανιζόμουν μονάχα από μια ανεξήγητη θλίψη. Στο στήθος μου ένιωθα έναν κόμπο να με με σφίγγει ελαφρά. Κάτι είχε συμβεί αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα. Ήμουν πολύ αδύναμη να φέρω στο νου μου το παραμικρό. Ήταν σαν να ήμουν δεσμευμένη σε αυτόν τον άγνωστο και παγωμένο τόπο και δεν μπορούσα να ξεφύγω. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να γυρνάω μόνη και θλιμμένη πάνω στο χιόνι.

Έχοντας διασχίσει όλο το λιβάδι από μακριά μου φάνηκε πως είδα κάποιον. Στην αρχή φαινόταν μόνο μια μαύρη φιγούρα. Γρήγορα όμως η εικόνα βελτιώθηκε και μπόρεσα να διακρίνω έναν νεαρό άντρα να στέκεται μπροστά μου. Τα μάτια του ήταν καταγάλανα σαν το φόρεμά μου και το δέρμα του λευκό σαν το χιόνι γύρω μας. Μου φάνηκε γνώριμος, σαν να τον είχα ξαναδεί. Όμως δεν μπορούσα να θυμηθώ ποιος ήταν. Μπορεί να ήταν από κάποιο όνειρο.

Με κοιτούσε αρκετά ανήσυχος. Άπλωσε το χέρι του και μου είπε να πλησίασω. Όλο μου το σώμα ήθελε να πάει κοντά του. Δοκίμασα να κάνω ένα βήμα χωρίς επιτυχία. Ήταν σαν να είχαν κολλήσει τα πόδια μου στο έδαφος. Με κάθε προσπάθεια που έκανα για να κουνηθώ ένιωθα όλο και πιο αδύναμη. Αίμα άρχισε να πέφτει στο χιόνι. Ήταν δικό μου αίμα αλλά δεν καταλάβαινα από πού έπεφτε. Το βλέμμα μου κόλλησε στις κόκκινες κυλίδες πάνω στο λευκό φόντο. Ο άγνωστος άντρας με φώναζε αλλά η φωνή του ακουγόταν όλο και πιο μακρινή. Γονάτισα και έμεινα με σκυμμένο το κεφάλι καθώς μερικές νυφάδες άρχισαν να πέφτουν και να ασπρίζουν περισσότερο το τοπίο.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙWhere stories live. Discover now