16. Η ΧΑΜΕΝΗ ΥΠΗΚΟΟΣ

304 37 27
                                    

Τα μάτια του Κάρτερ άστραφταν από οργή. Το πρόσωπό του σκλήρυνε και τα μάγουλα του ήταν κόκκινα σαν το αίμα. Είχε σφίξει τις γροθιές του και πάλευε να μην με χτυπήσει. Εγώ ήμουν στα γόνατά μου και έκλαιγα με αναφιλητά. Είχα μια κρυφή ελπίδα πως όταν μάθαινε την αλήθεια για το παρελθόν μου δεν θα θύμωνε. Τώρα όχι μόνο είχε θυμώσει αλλά μου είχε μιλήσει πολύ άσχημα.

«Σε παρακαλώ», είπα μέσα από τους λυγμούς μου. «Προσπάθησε να με συγχωρέσεις.»

«Να σε συγχωρέσω;», η φωνή του αντήχησε σε όλο το δωμάτιο. «Πώς μου ζητάς να συγχωρέσω μία δολοφόνο;»

Βημάτιζε μπροστά μου, ενώ μέσα στην αναταραχή του είχε σπάσει μερικά βάζα.

«Κάρτερ», ψέλλισα.

«Πάψε», με διέκοψε. «Δεν θέλω να ακούσω ούτε την ανάσα σου.»

«Δεν το έκανα επίτηδες.»

«Ακούς τι λες;», με έπιασε από τους ώμους και με ταρακούνησε. «Σκότωσες έναν αθώο άνθρωπο και μου το λες τώρα», με κάθε του λέξη υψωνόταν ο τόνος της φωνής του.

Σηκώθηκε και σηκώθηκα κι εγώ. Ήμουν αρκετή ώρα σε στάση ικεσίας αλλά δεν έκανα δουλειά έτσι. Έπρεπε να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Ό,τι και να έλεγα όμως ήταν μάταιος κόπος. Του είχα εξιστορήσει όσα θυμόμουν από εκείνη την νύχτα και το μόνο που συγκράτησε ήταν το μοιραίο δυστύχημα, το οποίο στοίχισε σε κάποιον την ζωή του.

«Σε παρακαλώ», τον έπιασα από το χέρι αλλά με έσπρωξε και παραλίγο να πέσω.

«Μην με ακουμπάς», γρύλισε.

«Κάρτερ σ' αγαπάω», του φώναξα και έκανα μία ακόμα προσπάθεια να τον γυρίσω προς το μέρος μου.

«Βούλωστο», με χαστούκισε. «Είσαι ένα τέρας και δεν θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου.»

Με χτύπησε τόσο δυνατά που μάτωσε η μύτη μου. Σκούπισα το αίμα με τα δάχτυλά μου και έτρεξα στην πόρτα όπου κατευθυνόταν. «Όχι. Θα κάτσεις και θα με ακούσεις», άπλωσα τα χέρια μου και του έκλεισα τον δρόμο.

Στάθηκε μπροστά μου και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ορόρα φύγε από την πόρτα, γιατί δεν ξέρω κι εγώ τι θα γίνει.»

«Όχι», φώναξα. «Θα με ακούσεις πρώτα», έπιασα το πρόσωπό του με τα χέρια μου αλλά εκείνος πάλευε να ξεφύγει από το άγγιγμά μου. «Μην μου το κάνεις αυτό. Σε αγαπάω κι εσύ με αγαπάς. Άκουσε με.»

«Όχι», με άρπαξε από τον καρπό. «Δεν σ' αγαπάω. Ποτέ δεν θα αγαπούσε μία δολοφόνο», άρχισε να με σέρνει προς το μπαλκόνι.

ΚΑΤΩ ΚΟΣΜΟΣ ΙTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang