Η Ελ δεν αισθανόταν τίποτα πλέον. Τίποτα απολύτως παρά μόνο την απεραντοσύνη του κενού με κάλυπτε με ραγδαίους ρυθμούς την ψυχή της. Ο καταρράκτης των δακρύων είχε πάψει να κυλάει στο πρόσωπο της εδώ και αρκετή ώρα -δεν μπορούσε βέβαια να προσδιορίσει με σιγουριά τον χρόνο πλέον- ήταν εντελώς χαμένη, βυθισμένη στις δικές της βαθιές σκέψεις. Ένιωθε όμως ακόμη ήταν κόμπο σαν θηλιά στον λαιμό της, σαν να μην μπορούσε να ανασάνει, λες και το οξυγόνου του αέρα δεν ήταν αρκετό ώστε τα πνευμόνια της να λειτουργήσουν σωστά, σαν να πνιγόταν σε έναν βαθύ ωκεανό. Ανέκαθεν το νερό ήταν ο χειρότερος φόβος της. Η απεραντοσύνη και το άγνωστο της μπλε αβύσσου. Η σκέψη πως έτσι έχασε έναν από τους πιο αγαπημένους της ανθρώπους, την μητέρα της. Το αίσθημα πως ήταν αβοήθητη κάτω από όλες τις στρώσεις του υγρού στοιχείου δίχως να μπορεί να βγει στην επιφάνεια. Το αίσθημα του αργού βασανιστικού θανάτου. Αυτό ένιωθε και τότε με την διαφορά πως η τωρινή ψυχολογική της κατάσταση δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον λυτρωτικό θάνατο, ήταν πολύ χειρότερη. Το να παρακολουθεί τον αγαπημένο της να πεθαίνει, να βλέπει την ζωή να εγκαταλείπει τα φωτεινά του μάτια, την χλωμάδα του σώματος του, το γεγονός ότι δεν ήταν πλέον εκεί, κοντά της. Την είχε καταστρέψει.
Θυμόταν πως η κατάρα της με τον Τζέισον συνδέονταν άμεσα με το μαρτύριο του θανάτου, μα με του δικού της. Μπορούσε πλέον να καταλάβει πως πρέπει να ένιωθε εκείνος κάθε φορά που γινόταν θεατής στην παράσταση του τέλους της. Πόσο βαθιές ήταν οι ουλές που σχηματίζονταν στην καρδιά του, πόσο η μοναξιά τον ισοπέδωνε, πόσο αβοήθητος ήταν. Διότι με την αντιστροφή των ρόλων το βάρος αυτής της οδύνης είχε φορτωθεί στους δικούς της ώμους. Η εικόνα του δεν μπορούσε να διαγραφεί από την μνήμη της. Μπορούσε να νιώσει την απαλή αίσθηση των χειλιών του πάνω στα δικά της, την ζεστασιά που απέπνεε το γυμνασμένο σώμα του στο δικό της όταν την κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του, με μοναδικούς μάρτυρες τα άστρα λες και ήταν μόνοι στον κόσμο. Τον τρόπο που εμφανιζόταν όταν προσευχόταν απελπισμένα για εκείνον. Οι αναμνήσεις την χτυπούσαν αλύπητα και μεγάλωναν την πληγή στην ψυχή της. Γονάτισε στο έδαφος και έστρεψε το βλέμμα της προς τον ουρανό. Τα ζαφειρένια μάτια της γυάλιζαν κόντρα στο λευκό αγνό φως του φεγγαριού. Παρατήρησε τα σχήματα των αστεριών. Προσπάθησε να φανταστεί το σχήμα που θα προέκυπτε αν ένωνε προσεκτικά τις τελείες. Πετάρισε τα βλέφαρα της μερικές φορές για να διώξει τις μικροσκοπικές σταγόνες που είχαν αρχίσει να δημιουργούνται ξανά. Έσφιξε κλειστά τις παλάμες της και συνέχισε να κοιτάζει επίμονα προς το σκοτεινό έργο τέχνης. Περίμενε άραγε ένα θαύμα; Κάτι να αλλάξει και ως διά μαγείας να βρεθεί ξανά ζωντανός στο πλευρό της; Ίσως για αυτό μέσα της προσευχόταν, φώναζε με όλη της δύναμη το όνομα του, εξεφράζοντας τον θρήνο της. Πίστευε στα αλήθεια πως είχε νικήσει τον θάνατο μέσα από την εμπειρία όλων αυτών των χρόνων, μα τελικά ήταν απλώς αφελής. Ήταν ακόμη το ίδιο ανόητο κορίτσι από την Νέα Υόρκη που νόμιζε πως μπορούσε με τα όνειρα και την θέληση της να κυριαρχήσει τον κόσμο, και να θαμάσει τους φόβους της, μα έκανε λάθος. Ο Μέγας Θεριστής πάντα βγαίνει νικητής άλλωστε, ποια ήταν εκείνη για να ανατρέψει το πεπρωμένο;
CITEȘTI
Damnation, 𝒄𝒐𝒎𝒑𝒍𝒆𝒕𝒆𝒅
Paranormale❝There is a charm about the forbidden that makes it unspeakably desirable.❞ ~A greek book H Ελ Κάρτερ έχοντας βιώσει την πιο τρομακτική εμπειρία της ζωής της στέλνεται έπειτα από δικαστική απόφαση στην ακαδημία Μιράντα στο Βέλγιο. Πρ...