Chapter 22

694 67 27
                                    

Η ανοιξιάτικη καταιγίδα επιτέλους καταλάγιασε. Η ατελείωτη νεροποντή με αστραπές, ηχηρούς κεραυνούς και ισχυρούς ανέμους έφτασε στο τέλος της. Ένα χαμηλό, λεπτό στρώμα γκρίζας ομίχλης από συμπυκνωμένους υδρατμούς αποτελεί το μοναδικό πράγμα που απέμεινε να τη θυμίζει. Η Kathrine βρίσκεται καθισμένη σε μια ξύλινη, κρεμαστή αιώρα σε μια μυρωδάτη γωνιά του απέραντου βασιλικού κήπου. Διαβάζει προσεκτικά το βιβλίο στη ζεστή αγκαλιά της. Απ' το μισάνοιχτο στόμα της δραπετεύουν αόριστες φράσεις του με τη μορφή χαμηλόφωνου μουρμουρητού. Την περιτριγυρίζουν φούξια βουκαμβίλιες και ροζ ανεμώνες, ενώ λίγο παραπέρα μία τουλίπα κίτρινη σαν το λεμόνι φιλονικεί βουβά με έναν ασυναγώνιστο ταγέτη για το ποιος έχει το ωραιότερο χρυσαφένιο φύλλωμα. Η αγλαή αυγή κατασταλάζει πάνω σε κάθε είδους φουντωμένη βλάστηση, διώχνοντας το σκοτάδι της προηγούμενης νύχτας. Οι άκρες του άσπρου της φορέματος ανεμίζουν ξέγνοιαστα πέρα δώθε ενόσω οι γυμνές της πατούσες κινούνται μπρος πίσω πάνω στο χωμάτινο έδαφος, κουνώντας μηχανικά και σιγαλά τη ξύλινη αιώρα.

Η ευαίσθητη χλόη σκεπάζει τη γη με τον τρυφερό βλαστό της. Οι ηλιαχτίδες λούζουν τον τόπο, τα χρώματα απλώνονται. Τα γαλάζια, τα ρόδινα, τα πορφυρά, τα πράσινα και τα μαβιά θαμπώνουν το μάτι. Νιώθει πως βρίσκεται στον κήπο της Εδέμ κι όχι στον κήπο του παλατιού της. Σε κάποιον ξεχασμένο, ονειρικό, επίγειο παράδεισο. Θέλει να μείνει ξεχασμένη εδώ για πάντα, έχοντας ένα καλό βιβλίο να τη συντροφεύει. Ταξιδεύοντας μακριά απ' όλα όσα τη βασανίζουν τον τελευταίο καιρό. Άνοιξη! Η φύση γλυκύτερη απ' ότι υπήρξε ποτέ. Κι όμως, η Kathrine δεν μπορεί να απολαύσει τις ομορφιές της στο έπακρο. Είτε ένας κόμπος στο στομάχι είτε η ενδόμυχη ντροπή αποστραγγίζουν λίγη λίγη απ' τη χαρά της. Συνήθιζε να ευχαριστιέται με το πιο γελοίο, με το πιο απλό. Θέλει να βρει και πάλι την αισιοδοξία στο τίποτα, μα δεν μπορεί. Μεγάλωσε πια.

Η αυγή διώχνει το σκοτάδι που μπορεί να τυφλώσει έναν ανοιχτό, γυμνό οφθαλμό. Όχι όμως εκείνο που μπορεί να συννεφιάσει το μυαλό. Να μεθύσει τη λογική, κάνοντάς τη να αραδιάζει ένα κάρο ασυναρτησίες. Που σε κάνει να πιστεύεις ότι το αδύνατο γίνεται εν τέλει δυνατό, ανάλογα με τη δύναμη των προσωπικών σου θέλω. Που αποσιωπά τη συνετή φωνή και τυφλώνει τα μεγάλα μάτια της συνείδησης. Οι αχτίδες μιας πρωινής χαραυγής διώχνουν το επιφανειακό, φαινομενικό σκοτάδι. Ωστόσο, δεν μπορούν να κάνουν απολύτως τίποτα για το σκοτάδι των μαραμένων ψυχών. Όσων πονούν με βάσανα και υποφέρουν με σκέψεις. Βοηθούν τα λουλούδια να ανθίσουν, μα είναι ανήμπορες να ανθίσουν το δικό του πράσινο - αυτό των ματιών του. Φωτίζουν τη γη, όμως συγχρόνως αναθρέφουν τη μαύρη σκιά που κουβαλά πάντοτε μαζί του.

Angels Vs. DemonsWo Geschichten leben. Entdecke jetzt