Chapter 10

779 71 23
                                        

Μία υπηρέτρια βηματίζει προς το μέρος του ξανθού οδηγού ενώ σκουπίζει ελαφρά τα χέρια χρησιμοποιώντας τη λευκή ποδιά της.

"Καλημέρα Celestia." λέει με ένα μικρό χαμόγελο όταν η υπηρέτρια φτάνει κοντά του.

"Καλημέρα Niall. Η Μεγαλειοτάτη είπε πως δε χρειάζεται την άμαξα για τη βόλτα της. Είσαι ελεύθερος για σήμερα." τον ενημερώνει και το χαμόγελό του σβήνει σταδιακά.

"Μα..γιατί δεν ήρθε να μου το πει η ίδια;" δειλά ίχνη απελπισίας γίνονται φανερά με τον τόνο της φωνής του.

"Niall, σύνελθε." τον μαλώνει και εκείνος σκύβει το κεφάλι του.

Απομακρύνεται με γρήγορο βηματισμό από το οπτικό του πεδίο και χάνεται φουριόζα στο εσωτερικό του τεράστιου παλατιού. Χαϊδεύει απογοητευμένα τη ράχη του αλόγου και πλησιάζοντας στο αυτί του όμορφου ζώου ψιθυρίζει, "Δεν θα τη δούμε σήμερα, Harriet."

Η πριγκίπισσα αφού κόβει δρόμο και αποφεύγοντας να περάσει μέσα από το χωριό όπως την προηγούμενη φορά, περιπλανιέται ανέμελη στην εξοχή. Δεν θέλησε να κάνει τη βόλτα της με άμαξα γιατί ακόμη και αυτό το περιουσιακό στοιχείο του παλατιού ένιωθε να την πνίγει. Αισθάνεται τόσο ξέγνοιαστη καθώς παρακολουθεί μικροσκοπικές, χρωματιστές πεταλούδες να πετούν κυκλικά, καμπυλωτά γύρω και πάνω από τα μυρωδάτα λουλούδια. Αναρωτιέται πως είναι αυτή η αίσθηση. Η αίσθηση του να πετάς. Ποτέ δεν χρησιμοποίησε τα φτερά της για να γνωρίζει, σίγουρα όμως είναι κάτι το υπέροχο. Οι μόνοι που έχουν το δικαίωμα να πετούν είναι οι πολεμιστές και αυτοί μανάχα όταν πολεμούν. Παλαιότερα, πολεμούσαν και γυναίκες μα μετά από τον χαμό της μητέρας της η γυναικεία παρουσία απαγορεύτηκε στα πεδία των μαχών. Θυμάται πόσο δύσκολο ήταν για τον πατέρα της να θεσπίσει αυτόν τον νόμο διότι, όπως και με καθετί άλλο, έπρεπε να έχει την έγκριση του αντίπαλου βασιλείου. Την έγκριση του σατανά.

Μπαίνει με ενθουσιασμό στο γνώριμο μονοπάτι και επιταχύνει το βήμα της. Η χαρά της μοιάζει με αυτή μικρού παιδιού καθώς πλησιάζει.

Ξάφνου σταματά απότομα, έντρομη όταν βλέπει τη σκιά ενός δαίμονα που κάθεται επάνω στο γρασίδι.

Είναι εκείνος. Κάθεται στο έδαφος γεμάτος αυτοπεποίθηση και κοιτά νωχελικά τα ταραγμένα νερά του άλλοτε γαλήνιου ρέματος. Ίσως γι' αυτό να ευθύνεται η διεισδυτική ματιά του, διατρυπά και ταράσσει καθετί στο οποίο εστιάζει. Φοράει πένθιμα μαύρα αναδίδοντας την απεραντοσύνη του σκότους. Το γεροδεμένο σώμα του στηρίζεται με τα δύο στιβαρά του χέρια. Το αριστερό του μπράτσο είναι καλυμμένο από έντονες, μαύρες, ζωγραφικές συνθέσεις κάνοντάς τον να βγάζει κάτι το σκοτεινότερο και, όλως παραδόξως, κάτι το ελκυστικότερο. Περνούν δευτερόλεπτα που μοιάζουν με αιώνα όταν η σιγή πια σπάζει.

Angels Vs. DemonsDonde viven las historias. Descúbrelo ahora