Chapter 12

765 66 33
                                    

"Τι θες να κάνουμε σήμερα;" ρωτά η νεράιδα.

Πριν προλάβει να της απαντήσει, κάτι μπροστά στα μάτια της την κάνει να τα χάσει και αμέσως σηκώνεται και πάλι στα πόδια της.

Δύο στρατιώτες συγκρατούν τον πατέρας της από τους βραχίονες, ο ένας απ’ τον αριστερό και ο άλλος απ’ τον δεξί, προσπαθώντας να στηρίξουν τον βασιλιά στα πόδια του. Τα σταχτί του φρύδια είναι συνοφρυωμένα, τα μάτια του ερμητικά, σφικτά κλειστά καθώς επίσης και το στόμα του. Ο σωματικός του πόνος σκιαγραφείται στη βασανισμένη και ταλαιπωρημένη έκφραση του προσώπου του. Κοιτά σαστισμένη το αιματοβαμμένο του χέρι το οποίο πιέζει αδύναμα το άνω μέρος του τραυματισμένου του στομάχου.

"Πατέρα;" αναφωνεί αναστατωμένη.

Με γρήγορο, άτσαλο βήμα φτάνει στο πλάι του.

"Kathy." ανασαίνει με κόπο.

"Τι συνέβη;" ρωτά με τρεμάμενη φωνή και κοιτά τους δύο στρατιώτες.

"Τραυματίστηκε στη μάχη." απαντά ο ένας καθώς κινούνται προς το δωμάτιο που υποδεικνύει μία υπηρέτρια.

Παγώνει. Αραχνιασμένοι εφιάλτες ξαναζωντανεύουν και περνούν σαν φωτογραφικό φλας.

"Χάθηκε στη μάχη."

"Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε."

"Ο τελευταίος στρατιώτης που την είδε, είπε πως κείτονταν στο έδαφος."

'''Ήταν βαριά τραυματισμένη από τόξο δαίμονα."

Δάκρυα πλημμυρίζουν τα όμορφα, αγνά μάτια και δύο σταγόνες αποδιδράσκουν χαράσσοντας αλμυρά μονοπάτια επάνω στα δύο ρόδινα μάγουλα. Δεν θα το άντεχε αν έχανε και τον πατέρα της εξαιτίας του πολέμου. Κατευθύνεται προς το δωμάτιο που μόλις μπήκαν, ενώ μία υπηρέτρια εξέρχεται από αυτό.

"Μεγαλειοτάτη, καλύτερα να μείνετε εδώ έξω." συμβουλεύει.

 "Θέλω να τον δω." αντιτάσσεται.

Πάει να προσπεράσει το λιλιπούτειο σώμα της υπηρέτριας μα εκείνη τοποθετώντας απαλά τα χέρια της επάνω στους ώμους του αγγέλου, την αποτρέπει.

"Είναι διαταγή του βασιλιά." λέει σιγανά και απομακρύνει τα χέρια της.

Στο άκουσμα αυτών των λέξεων, η Kathrine υποχωρεί κάνοντας ένα βήμα πίσω και κοιτά την υπηρέτρια στα μάτια.

"Πότε θα μπορέσω να τον δω;" ρωτά.

"Σύντομα. Μόλις αισθανθεί καλύτερα." της χαρίζει ένα αχνό χαμόγελο.

"Είναι πολύ σοβαρό;"

Η υπηρέτρια στραβοκαταπίνει και η αγγελική καρδιά σφίγγεται, αναμένοντας την απάντηση.

"Δεν γνωρίζουμε ακόμη." απαντά με ειλικρίνεια.

Με ένα πληγωμένο νεύμα, οπισθοχωρεί υπακούοντας στη διαταγή του πατέρα της, και αρχίζει να κατευθύνεται προς το υπνοδωμάτιό της. Δεν είχε αντιληφθεί ότι μαζεύτηκαν υπηρέτες γύρω τους, παρά μόνο τώρα όταν τους βλέπει να επιστρέφουν και πάλι στις θέσεις τους παρασέρνοντας ένα κύμα ψιθύρων μαζί τους. Η, σκυθρωπή πλέον, Amelia παραμένει στο σαλόνι βυθισμένη στις δικές της σκέψεις.

Η Kathrine βαδίζει προς το ιδιωτικής χρήσεως μπάνιο της κρεβατοκάμαράς της. Όλα τα έπιπλα είναι περικαλυμμένα με άσπρο χρώμα ενώ το κράμα μπρούντζου δίνει μία νότα χρυσής μελωδίας στο σύνολο. Η πριγκιπική μπανιέρα είναι γεμάτη με νερό και αφρό ως πάνω, όπως ακριβώς ζήτησε από μία υπηρέτρια πριν. Αφού αφαιρεί αργά κάθε είδος ρουχισμού από το σώμα της, βυθίζεται στο λουτρό. Εκχυλίσματα λεβάντας ευωδιάζουν το οξυγόνο, το οποίο ευχαριστεί τα ρουθούνια της με κάθε εισπνοή. Καθώς οι πόροι αναπνέουν, χαλαρώνει αποβάλλοντας κάθε αρνητική σκέψη. Κάνει μασάζ στα μαλλιά και το κεφάλι της ενώ τα μάτια της παραμένουν κατακόκκινα από δάκρυα που απειλούν να χυθούν. Έλαια, γάλα και μέλι ενυδατώνουν το δέρμα της. Στο τοιχάκι της μπανιέρας δίπλα της, υπάρχει ακουμπισμένη μία κούπα με μαδημένα φρεσκοκομμένα τριαντάφυλλα. Παίρνει το φλιτζάνι και χύνει τα ρόδα επάνω στις φυσαλίδες προκαλώντας μία έκρηξη αρώματος ροδοπέταλου. Το νερό απαλλάσσει τον άγγελο από την προηγούμενη υπερένταση. Μετά από κάποια λεπτά, υψώνει το σώμα της και βγαίνει από τη μεγάλη λεκάνη. Πριν εξέλθει από το δωμάτιο του μπάνιου, πιάνει μία κάτασπρη πετσέτα και τυλίγει το βρεγμένο της σώμα.

Νιώθει κρύο αεράκι. Αμέσως η ματιά της πέφτει στη μπαλκονόπορτα και βλέπει τα δύο γυάλινα φύλλα της ορθάνοικτα. Κατευθύνεται προς τα εκεί παντελώς ανίδεη για την παρουσία του δαίμονα στο χώρο. Κλείνει προσεκτικά τα δύο φύλλα με το ένα της χέρι ενώ με το άλλο προσπαθεί να συγκρατήσει την πετσέτα γύρω της. Μέσα σε μια στιγμή, η πετσέτα φεύγει απ' το κράτημά της και πέφτει. Το στόμα του δαίμονα σχίζεται ελαφρά στα δύο και τα μάτια του σκοτεινιάζουν. Η πετσέτα έχει φτάσει έως και το ύψος της μέσης της, μα προλαβαίνει και την πιάνει καλύπτοντας ξανά τη θεϊκή πλάτη. Ωστόσο, ο έκφυλος δαίμονας πρόφτασε να δει. Ακόμη και από πίσω, πρόφτασε να δει τις καμπύλες που σχηματίζει το περίγραμμα του στήθους της. Πρόφτασε να δει τον τρόπο με τον οποίο οι μαστοί της κουνήθηκαν τόσο ηδονικά, όταν βιαστικά τύλιξε και πάλι την πετσέτα γύρω από το σώμα της.

Καθώς γυρνά, τον αντικρίζει και σαστίζει.

"Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;"

"Κάποια ξέχασε τους καλούς της τρόπους."

Ένα ειρωνικό, στραβό χαμόγελο διαγράφεται αργά στο αψεγάδιαστο πρόσωπό του.

Angels Vs. DemonsWhere stories live. Discover now