15 ~ a strange day

80 9 0
                                    

Έχει βραδιάσει και γυρνάω σπίτι. Εντελώς απομακρυσμένη διασχίζω έναν δρόμο στο πιο ανυψωμένο μέρος του χωριού απολαμβάνοντας την θέα από τα πολλά φώτα των παραθύρων που έμοιαζαν τόσο μικρά..
Είναι αρκετά αργά και προσέχω τρεις παλιούς συμμαθητές μου από την προηγούμενη τάξη μου και με ποιανει ένας σφικτος κόμπος στο στομάχι.
Καθώς προσεύχομαι να μην με θυμούνται μετά από τρία χρόνια περνάω ξυστά από δίπλα τους και όταν ανακουφίζονται ακουω το όνομα μου από πίσω μου.
«Είσαι αλήθεια εσυ ;» Συνεχίζει η ίδια φωνή.
Σφίγγω τις γροθιές μου και δεν απαντάω συνεχίζοντας να διασχίζω τον δρόμο.
Τότε τους βλέπω ξαφνικά μπροστά μου και αγχώνομαι ακόμη περισσότερο.
«Φύγετε απο τον δρόμο μου» απαιτώ
«Έτσι συμπεριφέρεσαι στους συμμαθητές σου μετά από τόσα χρόνια ;» Λέει ένας
«Τι κάνει ένα κοριτσι σαν κι εσένα μόνο μέσα στην νύχτα ..δεν φοβάσαι;» Χαμογελάει ένας άλλος.
Ο τρίτος με πλησιάζει και με ρίχνει κάτω ενώ εγώ, τρέμοντας από τον φόβο κι από τις αναμνήσεις του παρελθόντος, νιώθω αδύναμη και αδύνατο να κινηθώ με όλο το σώμα μου έχει παραλληλισει.
Καθώς ειμαι κάτω έρχεται ο πιο ψιλός από τους τρεις και με πλησιάζει επιθετικά έχοντας πρόθεση να με παρενόχλησει.
Την στιγμή που ακουμπάει το δέρμα μου και το σώμα μου αρχίζω να φωνάζω με πανικό. «Βοήθεια ..μην με αγγίζεις!» Ουρλιάζω ..
Όταν αποδέχομαι ότι δεν υπάρχει τίποτα που θα τον κάνει να σταματήσει κλείνω τα μάτια και νιωθω αμέτρητα δάκρυα να κυλούν από τα μάτια μου ενώ νιώθω την ανάσα του αγοριού να πλησιάζει όλο και περισσότερο.
Όμως προτού καταφέρει να με φιλήσει κλείνω τα μάτια και βλέπω μια σκιά να πετάει τον συμμαθητή μου μακρυά με μια δύναμη που μπορεί να τον σκότωσε.
Βλέπω ένα χέρι να με παρακινεί να το ποιασω για να συκωθω.
Διστάζω καθώς το σκοτάδι με εμποδίζει να δω το πρόσωπο του.
Τελικά στηρίζομαι στο χέρι αυτό και συκωνομαι τρέμοντας. Τα πόδια μου λυγίζουν και ενώ πάω να πέσω κάτω ξανά το άτομο προλαβαίνει και με ποιανει από την μέση και με συκωνει στην αγκαλιά του.
Νιώθω τα σφικτά χέρια του να με κρατάνε και αμέσως ζεσταίνομαι σε μια τόσο ψυχρή νύχτα.
Νιώθω πως τρέχουμε με απίστευτη ταχύτητα και σε πολύ λίγο βρίσκομαι στην εξώπορτα του σπιτιού μου. 
Το αγόρι -από ότι συμπέρανα- με αφίνει στα σκαλοπάτια και εξαφανίζεται με το φυσιμα του παγωμένου αέρα..
Εισχωρω στην ζεστή ατμόσφαιρα του σπιτιού μου ενώ το φόρεμα μου έχει σκιστεί στο ντεκολτέ.
Τρέχω στο δωμάτιο μου ώστε να μην με προσέξουν οι γονείς μου και με ανακρίνουν ενώ τους ακουω να με καλούν.
«Όλα καλά» καταφέρνω να πω και βουρκώνω αμέσως.
Πηγαίνω στο παράθυρο πάνω από το κρεβάτι μου και κοιτάζω το μισοφέγγαρο που λάμπει δίπλα στα αστέρια και αναρωτιέμαι ..
Γιατι συμβαίνει σε εμένα αυτό; Γιατι ειμαι ακόμη τόσο αδύναμη και δεν μπορώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου;
Έχω μάθει να μάχομαι ως νίντζα αλλά όταν αντικρίζω τον κίνδυνο παγώνω..
Και εκείνος που με έσωσε .. οποίος και αν ήταν .. ήταν τόσο δυνατός..
Αν δεν ερχόταν .. θα ήμουν..
Δαγκώνω το κάτω χείλος μου και σκουπίζω τα δάκρυα μου.. πρέπει να γίνω πιο γενναία.
Ο Σασκε δεν θα κοιτούσε ποτε μια δειλή σαν εμένα..
Από αύριο πρέπει να αλλάξω ! Πρέπει..

Why? (Greek)Where stories live. Discover now