...Καλοί γονείς...{40}

1.3K 65 5
                                    

Κοίταξε στα μάτια τον Ίαν και άφησε μία μικρή ανάσα να ξεφύγει από τα χείλη της.
Τον πλησίασε και πήγε να αγγίξει το χέρι του,όμως εκείνος τραβήχτικε μακριά της.
Ένα άηχο συγνώμη βγήκε από τα χείλη του.
«Θέλω χρόνο...»
«Όταν αισθανθείς έτοιμος έλα να με βρεις.»
Έγνεψε και την πήρε μία αγκαλιά.
Όσο και άσχημα να ένιωθε δεν μπορούσε να αντισταθεί στο αγγελικό πλάσμα που είχε απέναντι του.
«Ίαν συγνώμη.»αυτή ήταν η τελευταία κουβεντα που του είπε πριν φύγει.
Βγήκε από το σπίτι που έμενε τα τελευταία τρία χρόνια χωρίς να γυρίσει και να κοιτάξει πίσω της.
Πλησίασε το αυτοκίνητο της και μπήκε μέσα ρίχνοντας το σακ βουαγιάζ της στην θέση του συνοδηγού.
Δεν ήταν καν σίγουρη αν είχε πάρει όλα τα πράγματα της αλλά δεν την ενδιέφερε.Το μόνο που ήθελε ήταν να επιστρέψει στην Αδελαίδα και να βρει το μικρό της πλασματάκι.
Έβαλε μπρος τη μηχανή και δίχως δεύτερη σκέψη ξεκίνησε με προορισμό το αεροδρόμιο.
Σε όλη την διαδρομή ήταν αποροφημενη στις σκέψεις της.
Δεν ήξερε πως θα αντιμετώπιζε ο Άντριαν την αλήθεια,όταν του είχε αραδιάσει τόσα ψέματα.
Πιθανόν δεν θα ήθελε να την ξαναδεί μπροστά του και όχι άδικα.
***

Ήταν εξουθενωμένη από το πολύωρο ταξίδι,όμως η ανάγκη της να δει την κόρη της μετά από τόσους μήνες την κρατούσε σε υπερένταση.
Στάθηκε μπροστά από την πόρτα και σήκωσε το χέρι της,για μία στιγμή δίστασε γιατί η ώρα ήταν περασμένη,όμως η φωνή του Κρίστοφερ και ενώς άλλου άντρα την έκανε να χτυπήσει τελικα.
Πέρασαν μερικές στιγμές μέχρι που άκουσε το πόμολο να γυριζει.
Ο Κρίς έκανε την εμφάνιση του με ένα μποξεράκι και ανακατωμένα μαλλιά,ενώ τα μάτια του έμοιαζαν κατακόκκινα.
Ήταν λες και είχε μόλις ξυπνήσει!
Μόλις την αντίκρισε αντέδρασε λες και είδε κάποιο φάντασμα και όλο του το χρώμα χάθηκε από το πρόσωπό του.
«Αλίσια...τι κάνεις εδώ;»
«Ήρθα να δω την Γκρέις...συμβαίνει τίποτα;»
Ρώτησε φοβισμένη και εκείνη τώρα με το ύφος του Κρις,στην σκέψη και μόνο να πάθαινε κάτι η μικρή της ένιωθε τους παλμούς της καρδιάς της να αυξάνονται.
«Οχι..όλα καλά απλά ξαφνιάστηκα που σε είδα.»
Απάντησε ο Κρις,αλλά έβλεπε την ενοχή στα μάτια του.
«Να περάσω;»ρώτησε ευγενικά και εκείνος με βαριά καρδιά άνοιξε την πόρτα και έκανε στην άκρη το σώμα του ώστε να περάσει.
Πόσο της είχε λείψει η παλιά της ζωή.
Θυμόταν που περνούσε πολύ όμορφα σε αυτό το σπιτι,έπαιζαν παιχνίδια με τον Άντριαν και τον Κρις όλη την ωρα.
Πως είχαν αλλάξει τα πράγματα...
Κάποτε έκανε ανέμελη ποδήλατο σε αυτή την αυλή και τώρα πήγαινε να δει την κόρη της.
Ακόμα δεν το πίστευε πως είχε αυτή την λιακάδα.
Όταν γεννήθηκε και την κράτησε στην αγκαλιά της,της έμοιαζε σαν ψέμα.
Όταν είχε δει τα μικρά γαλάζια ματάκια της να την κοιτούν τρόμαξε.
Ήταν υπεύθυνη για μία ζωή...
Η πρώτη της σκέψη ήταν να πει την αληθεια στους γονείς της,δεν μπορούσε να καταφέρει να μεγαλώσει ένα μωρό μονη της.
Όμως,οι φόβοι της την έκαναν δειλή και ποτέ δεν μίλησε σε κανένα για αυτό.
Μία νύχτα κατέληξε στο κατώφλι του σπιτιού αυτού με δάκρυα στα μάτια και παρακάλεσε την Έλενα και τον Κρις να την φροντήσουν και να την μεγαλώσουν σαν δικό τους παιδί.
Δεν ήθελε να την εγκαταλείψει,όμως το νεανικό της μυαλό θεωρούσε πως έκανε το σωστό.
Το βλέμμα της επεξεργάστηκε τον χώρο και σταμάτησε στο σαλόνι όπου καθόταν ένας γνώριμος σωματότυπος.
Σταμάτησε να αναπνέει...ότι οξυγόνο υπήρχε στον χώρο δια μαγείας εξαφανίστηκε.
Ήταν εκεί...
Τι έκανε εκεί;
Είχε μάθει για την Γκρέις και τώρα θα της την έπερνε μακριά;
Η Έλενα σηκώθηκε από τον καναπέ και ένα τεράστιο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της.
«Δεν το πιστευω...»τσίριξε χαρουμενη λες και ο κόσμος δεν κατέρεε γύρω τους.
Έριξε ένα τρομαγμένο βλέμμα στον Κρις και εκεινος κούνησε το κεφαλι του προσπαθόντας μα την καθυσηχάσει.
«Η μικρή κοιμάται και δεν νομιζω να ξυπνησει.»της ψυθίρισε και ένα βάρος έφυγε απο πάνω της.
«Δεν ήξερα πως θα ερχόταν,αμα το ξέραμε θα τον απέτρεπα.
Είναι όμως ένα ράκος Αλίσια,μοιάζει λες και έχει χάσει το νόημα της ζωής.
δώστου ζωή ξανά καρδιά μου και πες του την αληθεια.»
Την άφησε από την αγκαλιά της και χάθηκε στην κουζίνα.
«Τι κάνεις εδώ;»η φωνή του ήταν σε  επιθετικό τόνο.
Έμοιαζε όντως σε άσχημη κατάσταση,όχι πως εκείνη ήταν σε καλύτερη.
Άυπνη δύο μέρες να την κυνηγούν οι ερινίες.
Άνοιξε το στόμα της έτοιμη να του απαντήσει μα η φωνή του την σταμάτησε.
«Έφυγα όπως μου ζήτησες,τι άλλο θες;Μήπως θες να σε παντρέψω και με τον Ίαν;»ο τόνος του ήταν ειρωνικός.
«Διάβασα το γράμμα και ώφειλα να σου δώσω μερικές απαντήσεις.» είπε με θάρρος.
Χρειαζόταν σίγουρα ένα ποτό για να αντέξει όλη αυτή την συζήτηση.
«Δεν χρειάζομαι απαντήσεις Αλίσια!Εσένα χρειαζόμουν γιατί,είσαι το μοναδικό άτομο στην ζωή μου που με αγάπησε πραγματικά και εγώ τα γάμησα όλα.»έπιασε το χέρι της διστακτικά και κύματα ηλεκτρισμού διαπέρασαν το κορμί της.
Πάντα το άγγιγμα του θα είχε την ίδια επίδραση πάνω της.
«Ήρθα μαζί με τους γονείς σου για να δω αν είσαι καλά,δεν ήθελα να σε ταράξω.»
«Άντριαν...»ψέλλισε εξαντλημένη.
«Ήρθα πίσω γιατί...γιατί στο γράμμα έλεγες...»
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την πρόταση της,μία τσιρίδα την διέκοψε και το μικρο της πλασματάκι προσγειώθηκε στην αγκαλιά της.
«Ήρθες...επιτέλους ήρθες...»φώναξε και την έσφηξε πάνω της.
Ο Άντριαν ξεροκατάπιε...
«Θα φύγεις;Πες μου πως δεν θα φύγεις μαμάκα.»
«Δεν θα φύγω αγάπη μου στο υπόσχομαι,ποτέ ξανά.»
Την κράτησε στην αγκαλιά της και έκλαψε κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Άντριαν.
«Στο γράμμα αναρωτιόσουν πως θα μπορούσε να είναι το παιδί μας Άντριαν....»
Ξεθόλωσε τα μάτια του από τα δάκρυα που είχαν μαζευτεί και κοίταξε αχόρταγα το μικρο κοριτσάκι με τα μακριά ξανθά μαλλιά και τα καταγάλανα μάτια που τον κοιτούσαν.
«Γκρέις ...αγάπη μου..άκουσε με..»η μικρή έγνεψε.
Κάτι ψυθίρισε στο κοριτσακι και εκείνη ενθουσιασμένη πλησίασε τον Άντριαν.
Άπλωσε τα μικρά χεράκια της και τον αγκάλιασε.
«Συγνώμη που σου είπα ψέματα.»
Κοίταξε μία την Αλίσια και μία την Γκρέις.
Της είχε δώσει το όνομα της μητέρας του...
Λίγησε τα γόνατα του και έφτασε στο ύψος της και έπειτα τύλιξε τα χέρια του γύρω από το σωματάκι της και την έσφηξε στην αγκαλιά του κλαίγοντας σαν μωρό.
«Γιατί;»ψέλλισε εκείνος.
«Φοβόμουν...»απάντησε τρέμοντας.
«Δεν μπορώ να στο συνχωρέσω αυτό Αλίσια..»
Όσο και να την πονούσε,ήταν λογικό που ήταν θυμωμένος.
Ο Κρις πλησίασε και πήρε την Γκρέις μακριά τους ώστε,να συζητήσουν ήρεμα.
«Μου έλεγες όλα αυτά τα ψέματα και με κοίταγες στα μάτια,γιατί;»
«Πίστευα πως έκανα το σωστό...»
«Το σωστό;»

Σαν την καλή ζωήOù les histoires vivent. Découvrez maintenant