...Ξέχασε...{37}

1.6K 129 35
                                    

4 χρονια μετά

Oops! Bu görüntü içerik kurallarımıza uymuyor. Yayımlamaya devam etmek için görüntüyü kaldırmayı ya da başka bir görüntü yüklemeyi deneyin.

4 χρονια μετά...

«Ίαν....Ίαν έχεις δει που έβαλα τα μπολ;»
Ο νεαρός άντρας γελούσε βλέποντας την ταραγμένη Αλίσια να πηγαινοέρχεται προετοιμάζοντας το σπίτι.
«Μωρό μου ηρέμησε!Οι γονείς σου θα έρθουν, είμαι σίγουρος πως τόσο καιρό που έχουν να σε δουν δεν θα τους ενδιαφέρει και ιδιαίτερα το πως θα είναι τοποθετημένα τα μαχαιροπίρουνα.»
Εκείνη τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της.
«Ίαν μην μου την σπας...»
«Μωρό μου...»ο νεαρός άντρας την έπιασε από τους όμους και την ακινητοποίησε.
Η Αλίσια έβαλε τα γέλια και κούρνιασε στην αγκαλιά του αγαπημένου της.
«Έχεις δίκιο...πρέπει να ηρεμίσω.»
Πέρασε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του και φίλησε τα χείλη του απαλά.
Σε όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια μακριά από το σπίτι της εκείνος της στάθηκε σαν φίλος,σαν οικογένεια και αργότερα σαν σύντροφος δεν μπορούσε να ζητήσει τίποτα περισσότερο,όμως κάτι της έλειπε...δεν ένιωθε τόσο ερωτευμένη όσο ήταν εκείνος.
«Νομίζω πως ανυσηχείς περισσότερο από όσο θα έπρεπε,από αυτά που μου έχεις πει ακούγονται αξιοθαύμαστοι άνθρωποι.»
«Έχεις δίκιο απλά ανχώνομαι έχω να τους δω πολύ καιρό και θέλω να δουν πως έχω εξελιχθεί.
Θέλω να αισθάνονται περήφανοι για εμένα.»
«Αλίσια...είναι γονείς σου!Αυτή είναι η δουλειά τους να είναι περήφανοι.»
Εκείνη χαμογέλασε και τον αγκάλιασε ξανά.
«Δεν μου αξίζεις...»ψυθίρισε στο αυτί του.
Το κουδούνι χτύπησε και πετάχτηκε σαν ελατήριο από την αγκαλιά του Ίαν αφήνοντας τον μπερδεμένο.
Έστρωσε τα μαλλιά της και κοίταξε για άλλη μία φορά την αντανάκλαση της.
Έδειχνε διαφορετική...έδειχνε μεγάλη.
Αυτά τα χρόνια που μεσολάβησαν ήταν αρκετά για να την κάνουν να αλλάξει εξωτερικά,αλλά και εσωτερικά.Τίποτα δεν ήταν ίδιο πια!
Το μικρό και ανέμελο κορίτσι είχε κουλουριαστεί σε μία σκοτεινή γωνία και την κυριαρχία την είχε αναλάβει μια δυναμική γυναίκα που δεν φοβόταν τις προκλήσεις.
Πήρε μία βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα φορώντας ένα χαμόγελο.
Οι γονείς της είχαν να την δουν αρκετό καιρό,δεν ήταν ανάγκη να ξέρουν πως πίσω από εκείνο το χαμόγελο κρυβόταν μία μεγάλη δυστηχία.
«Ρενέ.....μπαμπά!Σάμι πως μεγάλωσες έτσι;»
Η Αλίσια αγκάλιασε τους γονείς της που έλαμπαν από ευτιχία και τον μικρό της αδερφό που έμοιαζε τελείως διαφορετικός.
«Αγάπη μου πως άλλαξες έτσι τρόμαξα να σε γνωρίσω.»η Ρενέ πέρασε το χέρι της μέσα από τα κοντά καστανά μαλλιά της και τα χαίδεψε.
Δεν ήταν το παιδί της αυτό...ήταν μία άλλη.
«Είσαι μία κούκλα!»της είπε ο Νόα και την αγκάλιασε μία ακόμη φορά.
Του είχε λείψει πραγματικά το μικρό του κοριτσάκι.
Η Αλίσια στράφηκε προς τον αμήχανο Ίαν που πείραζε νευρικά τα ατιμέλητα μαλλιά του.
«Παιδιά από εδώ ο Ίαν...»
Οι γονείς της χαμογέλασαν και χαιρέτησαν τον νεαρό άντρα,ενώ με τον Σαμ έκαναν μία αντρική αγκαλιά.
«Η Αλίσια μου έχει πει πολλά για εσένα.»
«Να φανταστώ πάλι με έθαβε.»οι δύο άντρες γέλασαν και η Αλίσια κοκκίνισε.
«Εγώ φταίω ρε που έλεγα καλά λόγια.»μουρμούρισε ενοχλημενη.
Το νεαρό αγόρι την πλησίασε και άφησε ένα φιλί στο μάγουλο της.
Εκείνη στριφογύρισε τα μάτια και έσπρωξε τον Σαμ όσο εκείνος γελούσε νευρικά.
«Αλίσια...μην κλείσεις την πόρτα σου έχουμε μία έκπληξη!»ο Νόα της χάρησε ένα εκστασιασμένο χαμόγελο και η Αλίσια ανασήκωσε τους ώμους της παραξενεμένη.
Ο Άντριαν στάθηκε στην είσοδο του σπιτιού και το χαμόγελο χάθηκε από τα χείλη της.
Ήταν ντυμένος στα μαύρα όπως πάντα, τα ξανθά μαλλιά του είχαν ελαφρώς σκουρίνει και μακρύνει ενώ τα γαλάζια μάτια του γυάλιζαν όπως κάποτε...
«Γειά...»είπε αμήχανα και έτινε την ανθοδέσμη που κρατούσε προς το μέρος της.
Η Αλίσια πήρε το όμορφο μπουκέτο από ηλιοτρόπια στα χέρια της και άγγιξε τα έθραυστα φύλλα του.
Έτσι ακριβώς ένιωθε...εύθραυστη.
«Γεια...εμμμ πέρασε...»έκανε ευγενικά άκρη και τον άφησε να μπει μέσα στο σπίτι.
Εκείνος επεξεργάστηκε τον χώρο γύρω του και ενώ ,ήταν έτοιμος να κάτσει στο τραπέζι το βλέμμα του στάθηκε σε μία φωτογραφία στο ράφι της βιβλιοθήκης.
Εκείνη πρέπει να ήταν κάπου στα δώδεκα και κρατούσε ένα παγωτό με γεύση φυστίκι ποζάροντας ενώ,τα μάτια της ήταν κατακόκκινα από το κλάμα.
Θυμόταν εκείνη την μέρα!
Μία νοσταλγία πλημμύρισε κάθε εκατοστό του κορμιού του,πράγμα που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Νόα.
Όμως δεν είπε τίποτα,δεν ήταν ούτε η κατάλληλη στιγμή ούτε το κατάλληλο μέρος.
Σήκωσε το βλέμμα του και την κοίταξε.
Είχε πραγματικά αλλάξει πολύ...
Η λάμψη στα μάτια της είχε χαθεί και έμοιαζε τρομαγμένη.
Όχι άδικα...
Οι απαράδεχτες και καταστροφικές πράξεις του είχαν φέρει αυτά τα αποτελέσματα.
Το κοριτσάκι του είχε χαθεί πίσω από ένα μαύρο σύννεφο,είχε καταφέρει να διαλύσει τον μοναδικό άνθρωπο που θα έδινε και την ζωή του αν χρειαζόταν.
Η Αλίσια σαν να ξύπνησε από το όνειρο που βρισκόταν έσφηξε στην αγκαλιά της την ανθοδέσμη και κατεύθυνθηκε προς την κουζίνα.
«Φέρνω το φαγητό...»φώναξε και όλοι συμφώνησαν.
Ο Ίαν τράβηξε την ξύλινη καρέκλα και κάθισε.
Ο νεαρός άντρας χαμογέλασε σε όλους και το βλέμμα του στάθηκε στον Άντριαν.
Τον τρόμαζε,η παρουσία του είχε κάτι επιβλητικό που δεν μπορούσε να το εξηγήσει με λόγια.
Το μόνο σίγουρο ήταν πως το διαπεραστικό του βλέμμα τον έκανε να αισθάνεται αμήχανα.
«Σπουδάζεις σαν την Αλίσια αγόρι μου;»
Ο Νόα προσπάθησε να επέμβει γιατί ένιωσε την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που υπήρχε ανάμεσα στον Αντριαν και στον Ίαν.
Ο νεαρός άντρας πείραξε τα μαλλιά του νευρικά και χαμογέλασε.
«Ναι....εκεί γνωριστήκαμε.»είπε και χαμογέλασε ντροπαλά.
«Τι όμορφο!»αναφώνησε η Ρενέ.
«Δουλεύεις;»συνέχισε ο Νόα και η Ρενέ τον κλότσησε κάτω από το τραπέζι.
Εκείνος της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα και έβρισε σιωπηλά.
Τον είχε πετύχει με το τακούνι της ακριβώς στο καλάμι.
«Ναι δουλεύω στο ιατρείο του μπαμπά μου,είναι και εκείνος κτηνίατρος,αλλά να πω την αλήθεια το σιχαίνομαι.»απάντησε και γέλασε αμήχανα.
Ο Νόα τον άγγιξε στον ώμο.
«Ξέρω....είναι άσχημο.»οι δύο άντρες γέλασαν και συνέχισαν την συζητηση μέχρι που έκανε την εμφάνισή της η Αλίσια.
«Έτοιμο το φαγητό...»είπε και σέρβιρε τα πιάτα σε όλα τα μέλοι.
Μόλις άφησε το πιάτο του Ίαν μπροστά,εκείνος της χαμογέλασε και άγγιξε διακριτικά τον πισινό της,όμως αυτή η κίνηση δεν πέρασε απαρατήρητη από το άγρυπνο βλέμμα του Άντριαν και αυτό
της προκάλεσε μεγαλήτερη αμηχανία.
Τράβηξε απαλά το χέρι του από εκεί και του έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα που τον έκανε να βάλει τα γέλια.
Τράβηξε την καρέκλα δίπλα του και κάθισε.
Ο Ίαν ένιωθε το ελαφρύ τρέμουλο της Αλίσιας και την αμηχανία της.
Δεν μπορούσε όμως να αποδώσει εκατό τις εκατό αν ήταν εξαιτίας των γονιών της ή εκείνου του άντρα που τον κοιτούσε με απέχθεια.
Έβαλε το χέρι του κάτω από το τραπέζι και άγγιξε το πόδι της χαϊδεύοντας το τρυφερά.
Ήθελε να της δώσει κουράγιο με αυτόν τον τρόπο.
Εκείνη άγγιξε το χέρι του και του χαμογέλασε.
Όμως,το χαμόγελο της δεν ήταν πραγματικό έκρυβε μία δόση ενοχής και κάτι άλλο που ο Ίαν δεν μπορούσε να το προσδιορίσει.
«Λοιπόν...πείτε μου τα νέα σας.»ρώτησε εκείνη χαμογελαστά και το τρέμουλο έγινε πιο έντονο στο σώμα της.
«Όπως τα ήξερες αγάπη μου!»είπε η Ρενέ.
«Δεν έχει αλλάξει τίποτα έτσι;»ρώτησε γελώντας η Αλίσια σίγουρη για την απάντηση.
«Τίποτα απολύτως...»
«Εσύ μικρέ;»απευθύνθηκε στον Σαμ και εκείνος σήκωσε το βλέμμα του από το φαγητο ένοχα.
«Όλα καλά!»
«Ξέρω πότε λες ψέματα,αλλά το αγνοώ για τώρα.»
Το νεαρό αγόρι γέλασε και συνέχισε το φαγητό του.Η ώρα ευτιχώς κυλούσε ανάλαφρα,όλοι συζητούσαν και γελούσαν μέχρι την στιγμή που η Αλίσια παρατήρησε την χρυσή βέρα που κοσμούσε το δάχτυλο του Άντριαν.
Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και τα λόγια βγήκαν από το στόμα της χωρίς να το καταλάβει.
«Γιατί φοράς την βέρα;»ρώτησε με κομμένη την ανάσα.
«Παντρεύτηκα Αλίσια...για αυτό την φοράω.»
Κάτι μέσα της ράγισε ακόμα πιο πολύ...
Ήθελε να βγει στον δρομο και να ουρλιάξει, να τρέξει μέχρι οι πνεύμονες της την εγκαταλείψουν και έπειτα να σωριαστεί στο έδαφος κλαίγοντας,όμως δεν έκανε τιποτα από όλα αυτά που επιθυμούσε.Απλά ανακάθησε στην καρέκλα της και έβαλε μια μπουκιά απο το φαγητό στο στόμα της.
«Πως είναι ο έγγαμος βίος;»ρώτησε γελώντας ο Ίαν.
«Ενδιαφέρεσαι;»του επιτέθηκε ο Άντριαν όμως εκείνος δεν κατάλαβε την επιθετική του σταση.
«Η Αλίσια είναι η μόνη γυναίκα που καθημερινά με κάνει να σκέφτομαι την προοπτική μίας οικογένειας.»
Ο Άντριαν έσφηξε τις γροθιές του θυμωμένα και ολο του το πρόσωπο συσπάστικε ενώ, το βλέμμα του στράφηκε προς εκείνη.
«Εμένα με συνχωρείτε.»η Αλίσια σηκώθηκε από την καρέκλα και έτρεξε προς το δωμάτιο.
Ο Ίαν πήγε να σηκωθεί αλλά ο πατέρας της τον σταμάτησε.
«Είπα κάτι που δεν έπρεπε;»αναρωτήθηκε ο Ίαν μα ο Νόα του έγνεψε αρνητικά και ακολούθησε την κορη του.
Χτύπησε την πόρτα και αφού δεν πήρε απάντηση την άνοιξε και μπήκε μέσα.
Η Αλίσια καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και το βλέμμα της ήταν χαμένο έξω από το παράθυρο.Στα μάγουλα της έτρεχαν δάκρυα αλλά δεν έκανε τον κόπο να τα σκουπίσει.
«Τι σου συμβαίνει αγάπη μου;Κάποτε μου έλεγες τα πάντα.»
Ο άντρας κάθησε δίπλα της και πήρε την παλάμη της στα χέρια του.
«Δεν είναι το ίδιο μπαμπά...»μουρμούρισε με σπασμένη φωνή.
«Αφού αγαπάς τον Άντριαν τι κάνεις μαζί του;»
«Πως....»
«Μωρό μου το ήξερα από την πρώτη στιγμή.»
«Γιατί δεν είπες τίποτα;»
«Γιατί αν το έκανα θα το μετάνιωνα...
Είσασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον,δε μπορούσα να μπω εμπόδιο...»
«Πόσο καιρό το ήξερες;»
«Είχα τις υποψίες μου από τότε που πήγες στο λύκειο.Ο Άντριαν δεν σε κοιτούσε όπως συνήθηζε.
Θυμάμαι στο χορό του σχολείου που ήρθε και σε πήρε ο Τζάκσον από το σπίτι,εκείνος ο συμμαθητής σου που σε γούσταρε πολύ αλλά,εσύ δεν του έδινες την παραμικρή σημασία.
Εκείνη την μέρα ο Άντριαν μου είχε σπάσει το μισό γκαράζ τον άκουγα μέχρι τα μεσάνυχτα να παλεύει με τα εργαλεία.
Όμως,επιβεβαιώθηκα στο νοσοκομείο όταν...
Έκανε σαν αγρίμι μέσα σε κλουβί.
Είχα δει στα μάτια του τον φόβο να τρεμοπαίζει και την ανάγκη να μην σε χάσει ποτέ από κοντά του.»ο Νόα έσυρε τα χέρια του και σκούπισε τα καινούργια δάκρυα που είχαν κυλήσει στα μάγουλα της.
«Γιατί παντρεύτηκε;»ο Νόα έσκυψε το κεφάλι και ξεφύσηξε.
«Γιατί ήταν δυστηχισμένος..»είπε και αναστέναξε.
Ψέματα...πονούσε να της λέει ψέματα,αλλά η κόρη του ήταν αρκετά πληγωμένη..δεν χρειαζόταν να πονέσει και άλλο.
«Τι πάει να πει ήταν δυστηχισμένος;
Τι δικαιολογία είναι αυτή;
Και εγώ ημουν μπαμπά δυστηχισμένη αλλά δεν παντρεύτηκα τον πρώτο άνθρωπο που βρήκα μπροστά μου για να νιώσω καλήτερα.
Πέρασα πάρα πολλά εξαιτίας του και δεν το δέχομαι αυτό.»
«Το ξέρω μωρό μου...»
«Με κατάστρεψε...»ακούμπησε το κεφάλι της στα πόδια του πατέρα της και ξέσπασε.
«Δεν μπορείς να καταλαβεις πόσο πόνεσα...
Ημουν σε μια ξένη χώρα  με ένα μωρό που δεν το ήθελα...δεν ήθελα να καταστρέψει τα όνειρα μου!
Και ο Άντριαν σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του.»
«Γιατί δεν μας είπες τίποτα;»τα μάτια του Νόα είχαν γεμίσει δάκρυα.
Πονούσε μαζί με το παιδι του.
«Φοβόμουν...»
«Τι φοβόσουν;Εμείς πάντα στο πλευρό σου δεν ήμασταν;»
«Καλύτερα έτσι μπαμπά.»
«Είσαι σίγουρη πως είναι καλήτερα τώρα που γίνατε δύο ξένοι;»
«Τώρα είναι αργά για αυτές τις σκέψεις...
Είναι παντρεμένος και μάλλον ευτιχισμένος.
Το ίδιο και εγώ.»σχημάτισε ένα ψεύτικο χαμόγελο στα χείλη της αλλά ο Νόα δεν το πίστεψε.
«Τον αγαπάς ακόμα;»ρώτησε και είδε στα μάτια της μεγάλη φουρτούνα.
«Σαν τρελή και αυτό είναι τόσο παράλογο.»ξέσπασε και ενα κύμα νέων δακρύων μούσκεψε ξανά τα μάγουλά της.
«Αγάπη μου,η αγάπη δημιουργήθηκε για να είναι παράλογη.»
«Δεν νομίζω πως θα σταματήσω ποτέ να τον αγαπώ όσα χρόνια και αν περάσουν.»μουρμούρισε εξαντλημένα.
«Συγνώμη που σας χάλασα την μέρα,ήθελα τόσο πολύ να περάσουμε καλά σαν οικογένεια μετά από τόσο καιρό,αλλά η επίσκεψη του με διάλυσε.
Δεν έπρεπε να έρθει μπαμπά...πες του να φύγει,δεν τον θέλω εδώ!
Δεν αξίζει όλο αυτό στον Ίαν,είναι τόσο καλός άνθρωπος και νομίζω με αγαπάει...
Πες του να φύγει και να μην ξανάρθει,σε εκληπαρώ.»
Έκλαψε...έκλαψε και άλλο στην αγκαλιά του πατέρα της μέχρι που το σώμα της εξαντλήθηκε και την πήρε ο ύπνος.
***
Άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της τρομαγμένη.
Βρισκόταν στο δωμάτιο της και ήταν σκοτεινά,δείγμα πως είχε βραδιάσει.
Το μόνο που θυμόταν ήταν το έντονο ξέσπασμα της και μετά κενό....
Δίπλα της κοιμόταν ήρεμα ο Ίαν.
Πέρασε το χέρι της μέσα από τα καστανά μαλλιά του και έμεινε να παρατηρεί το όμορφο συμμετρικό πρόσωπο του.
Δεν του άξιζε αυτό...
Εκείνος την αγαπούσε,μπορούσε να το διακρίνει στην αντανάκλαση των πράσινων ματιών του.
Όμως εκείνη είχε την καρδιά της δοσμένη αλλού,ακόμα και αν αυτός ο άντρας την είχε πληγώσει περισσότερο από τον καθένα.
Ανασήκωσε το σώμα της και οι γυμνές της πατούσες άγγιξαν το κρύο ξύλο στέλνοντας ρίγη σε όλο της το σώμα.
Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες αθόρυβα με προορισμό την κουζίνα.
Έβγαλε ένα ποτήρι και το γέμισε με νερό θέλωντας να δροσίσει το ξερό της στόμα.
«Δεν κοιμάσαι;» άκουσε μία βραχνή φωνή να λέει και έστρεψε τον κορμό της τρομαγμένη.
Εκείνος...στεκόταν μπροστά της ημίγυμνος με μία μαύρη φόρμα να καλύπτει το κάτω μέρος του σώματος του,τα ξανθά του μαλλιά ήταν λυμένα και ατιμέλητα και τα μάτια του κόκκινα και κουρασμένα.
Η εμφάνιση του πάντα της έκοβε την ανάσα.
Δεν χόρταινε να παρατηρεί τα έντονα χαρακτηριστικά του.
Θα μπορούσε να τον κοιτάει μία αιωνιότητα και αυτή,δεν θα της ήταν αρκετή!
«Γιατί ήρθες Άντριαν;Γιατί δεν έμεινες με την γυναίκα σου όπως αρμόζει;»τόλμησε να ρωτήσει με την καρδιά να χτυπάει ακανόνιστα στο στήθος της.
«Αλίσια...»το χέρι του ακούμπησε τον γυμνό της ώμο μα εκείνη τραβήχτικε μακριά του.
«Φύγε...φύγε για το καλό όλων και κυρίως το δικό μας.Είσαι παντρεμένος με μία άλλη γυναίκα και εγώ..εγώ αγαπώ τον Ίαν.
Ότι και αν έγινε στο παρελθόν ας το ξεχάσουμε.»
Ψέματα....τόσα ψέματα...αιώνες αν περνούσαν δεν θα ξεχνούσε στιγμή που πέρασε μαζί του.
Ποιον κορόιδευε;Αυτόν τον άντρα τον αγαπούσε από μικρό κοριτσάκι...ήταν σχεδον όλη της η ζωη.
Δεν μπορούσε να ανατρέξει στο παρελθόν και να μην υπάρξει μια στιγμή μαζι του.
«Μην λες πράγματα που δεν εννοείς.»της φώναξε και με τα τρεμάμενα χέρια του προσπάθησε να την αγγίξει.
«Εννοώ τα πάντα...και μην με αγγίζεις σε σιχαίνομαι!»ούρλιαξε εκτός εαυτού αδιαφορόντας αν θα την ακούσουν.
«Αλίσια δεν ήξερα...αν ήξερα..»
«Μαλακίες!»φώναξε μπροστά στην μούρη του και γέλασε σχεδόν υστερικά.
Εκνευρισμένος της έπιασε τα χέρια και την ακινητοποίησε ανάμεσα από τον τοίχο και το σώμα του.
Τα μάτια του πετούσαν σπίθες και μπορούσε να νιώσει την σάρκα της να καίγεται.
«Τι θα κάνεις; Θα με χτυπήσεις;Εμπρός κάντο!»
«Κόψε τις μαλακιες.»της είπε άγρια.
«Το είχες πει ξανά αυτό.»μουρμούρισε φέρνοντας στην μνήμη της εκείνη την φορά που την είχε χαστουκίσει.
«Δεν έχω άλλο κουράγιο άφησε με...»πάλεψε να ξεφύγει μα εκείνος ήταν πιο δυνατός και τελικά την κράτησε σταθερή στην θέση της.
«Τι πρέπει να κάνω για να με αφήσεις;
Δεν καταλαβαίνεις πως με πληγώνεις με τον χειρότερο τρόπο;Απλά φύγε..πήγαινε στην γυναίκα σου ή όπου αλλού θες,αρκεί να μην ξαναέρθεις εδώ.»
«Δεν την αγαπάω Αλίσια...ούτε εκείνη!»
«Άντριαν δεν είμαι σύμβουλος γάμου για να λύσω τα προβλήματα σας.»
«Γιατί φέρεσαι τόσο ανώριμα;»
«Γιατί αυτή είμαι!Μία ανώριμη εικοσιτριάχρονη που είχε την ατυχία να ερωτευτεί παράφορα έναν άντρα που δεν μπορούσε να το καταλάβει.»
«Γιατί έριξες το μωρό;»φώναξε και εκείνη άρχισε να γελάει.
«Είμαι μία εγωίστρια που σκέφτηκε απλά τα όνειρα της, επίσης δεν ήθελα τίποτα δικό σου.»
Σχεδόν έφτυσε τις λέξεις στο πρόσωπο του με μίσος...
Αυτό τον λίγησε!Τα λόγια της επαναλήφθηκαν για αρκετές φορές στο μυαλό του.
«Δε μπορώ να πιστέψω πως κάποτε ήσουν ο μοναδικός άνθρωπος που πίστευα ότι δεν θα μου έκανε ποτέ κακό.»
Δάκρυα πολλά άρχισαν να τρέχουν στα μάγουλα της.
«Αλίσια..δεν το ήθελα...είχα πιεί πολύ και είχα θολώσει,δεν είχα ιδέα τι στο διάολο έκανα!»
«Σκάσε...μην μιλάς!»
Τσίριξε σχεδόν..
«Αηδιάζω τόσο πολύ με τον εαυτό μου που παρόλα όσα έκανες εγώ συνεχίζω να σε αγαπώ και δεν νομίζω να σταματήσω ποτέ.»
Ο Άντριαν απομάκρυνε το σώμα του από το δικό της και τότε την είδε πραγματικά.
Μπορούσε να δει το κακό που της είχε κάνει!
Ήταν όλο ζωγραφισμένο στο σώμα της και μισούσε τον εαυτό του για αυτό.
«Δεν...δεν το ήθελα.»
«Με βίασες!»φώναξε εκτός εαυτού και άρχισε να τον χτυπάει δυνατά.
Ήθελε να τον πονέσει όπως ακριβώς την πόνεσε και εκείνος,όμως αυτά τα χτυπήματα δεν συγκρίνονταν με την ραγισμένη της καρδιά.
«Σε αγαπούσα τόσο πολύ ηλίθιε...σε αγαπούσα από τα τέσσερα μου γαμώτο,σε αγαπούςα πολλές φορές περισσότερο και από τον ίδιο μου τον πατέρα,σε είχα σαν πρότυπο....ήσουν ο καλήτερος μου φίλος,προτιμούσα να πνιγώ στην θάλασσα παρά να σε χάσω...»
Έκλαψε έκλαψε τόσο πολύ που ένιωθε όλο της το κορμί να πονάει.
Ο Άντριαν την πλησίασε δειλά και πέρασε τα χέρια του γύρω από το κορμί της.
Δεν τον απώθησε όμως,το άγγιγμα του έκανε το γυμνό της δέρμα να καιει.
Μπορούσε να πονέσει και άλλο για εκείνον.
«Με πλήγωσες με έναν τρόπο που με διέλυσε.»φώναξε ξανά και ένιωσε το πρόσωπο της να καίει ενώ το κεφάλι της ήταν έτοιμο να σπάσει.
«Δεν ήξερα τι έκανα...»δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα μάτια του.
«Δεν δικαιολογεί αυτό το γεγονός πως έκανες ότι έκανε ο Ντέρεκ,ήξερες γαμώτο...ήξερες πως μου πήρε πολύ καιρό να το ξεπεράσω.Πήγα να δώσω τέλος στην ζωή μου γιατί ένιωθα βρόμικη...ένιωθα τόσο βρόμικη που να πάρει και εσύ έκανες το ίδιο πράγμα,ξέροντας πως ένιωθα και τι ψυχολογικό μου είχε αφήσει.Με κατέστρεψες Άντριαν κατέστρεψες ότι καλό είχα μέσα μου,όμως δεν μπορώ να σταματήσω να σε αγαπώ.»
«Γιατί το έριξες το μωρό μας Αλίσια;»η φωνή του έσπασε στην μέση της πρότασης.
«Ξέρεις γιατί...μην με κάνεις να το πω.»
Με την αναστροφή της παλάμης της σκούπησε τα δάκρυα του.
«Πρέπει να φύγεις...»σχεδόν ψυθίρισε.
«Δεν αντέχω άλλο μακριά σου...νίωθω νεκρός.»
«Ξέχασε ότι ζήσαμε έχεις την ζωή σου πλέον και εγώ την δική μου.»

Χελόου!!!Μην με βρίσετε εχετε δίκιο😁
Απλά δεν είχα έμπνευση και χρόνο,τωρα όμως επέστρεψα με μεγαλο κεφαλαιο για να σας αποζημειώσω και ελπίζω να το απολαύσετε.
Επίσης η ιστορια αν δεν καταλάβατε θα εχει φλας
Μπακ στα επόμενα κεφάλαια 😉
Αφηστε μου τα σχόλια σας ❤️❤️❤️

Σαν την καλή ζωήHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin