Όλα ξεκίνησαν, δύο χρόνια πρίν όταν χάθηκα στο δάσος. Ή μάλλον για να είμαι πιο συγκεκριμένη, είχα πάει εκδρομή με το σχολείο μου σε ένα χειμερινό θέρετρο λίγο πριν κλείσουν τα σχολεία για τα Χριστούγεννα. Ήταν νύχτα και σαν φυσιολογικοί έφηβοι θέλαμε να παραβούμε τους κλασσικούς κανόνες. Μην πάτε πουθενά χωρίς άδεια καθηγητή. Την νύχτα μένουμε στο εσωτερικό του σαλέ. Και φυσικά αυτό ήταν μία καλή αφορμή να βγούμε έξω χωρίς άδεια καθηγητή την νύχτα. Μόλις εγώ, η κολλητή μου και το αγόρι της βγήκαμε έξω, άρχισα να νιώθω την ανδρεναλίνη να με συναπάρει. Πήγαμε στο δάσος, μπήκαμε πολύ μέσα στο δάσος, μέχρι που χαθήκαμε και όταν η ομίχλη έγινε ακόμα πιο πολύ πικνή τότε χαθήκαμε και μεταξύ μας. Έμεινα μόνη μου, μέσα στην ερημιά. Και τότε κατάλαβα τον πραγματικό κίνδυνο με την Νύχτα. Δεν ήμουν μόνη. Έτσι άρχισα να τρέχω, δεν είχα ιδέα αν έμπαινα πιο βαθιά ή αν πήγαινα προς το σαλέ. Δεν είχα ιδέα που ήταν η Lily και ο Sam, απλά έτρεχα. Σταμάτα. Φώναξε μία φωνή μέσα στο κεφάλι μου και μου κόπηκε η ανάσα. Μία μορφή με πλησίασε, στην αρχή δεν ήταν ξεκάθαρη, αλλά μετά είδα μία γυναίκα. Είχε λευκά μαλλιά σαν χιόνι, το ίδιο λευκό δέρμα, γαλάζια του πάγου μάτια και κόκκινα σαν φωτιά χείλη.
Δεν μπορούσα να καταλάβω τι φορούσε γιατί είχε ένα μαύρο μακρύ ριχτάρι που κάλυπτε τα πάντα σχεδόν κάτω από τον λαιμό της. Την κοίταξα τρομαγμένη και εκείνη μου χαμογέλασε. «Γεια σου Iris.» μου είπε με ψυχρή αλλά φιλική φωνή ταυτόχρονα. «Πως ξέρεις το όνομα μου;» την ρώτησα τρομαγμένη αλλά και περιέργη ταυτόχρονα. «Είμαι η Nox. Χαίρομαι που επιτέλους σε γνωρίζω.» μου είπε και ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο της φανερώνοντας τα λευκά δόντια της. «Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω» της είπα μπερδεμένη. «Έλα εδώ κόρη μου..» είπε με φωνή που με έκανε να βγάλω κάθε σκέψη και άρνηση από το μυαλό μου και να την πλησιάσω. «Iris Elizabeth Collins από αυτή την στιγμή και μέχρι την ημέρα που ο ήλιος θα ξυπνήσει το βράδυ και τα αστέρια την μέρα θα είσαι μία κόρη μου. Σε ευλογώ και σου δίνω το σημάδι μου, το χρυσό φεγγάρι. Εσύ Iris θα ηγηθείς των παιδιών μου. Εσύ έχεις την δύναμη να το κάνεις. Ζωντάνεψε!» είπε και εξαφανίστηκε βγάζοντας με από την ύπνωση. Και τότε ένιωσα τον μεγαλύτερο πόνο που είχα νιώσει, δεν ήταν απλός πόνος ήταν ένα κάψιμο, στην πλάτη μου, λες και προσπαθούσες να με ζεματήσεις με ένα καυτό σίδερο. Έπεσα κάτω, ουρλιάζοντας από τον πόνο, ένιωθα πως θα πεθάνω, άρχισε να μουδιάζει όλο μου το σώμα, ένιωθα την καρδιά μου να σταματάει αργά, πολύ αργά. Έκλεισα τα μάτια μου και απλά αφέθηκα. Ήμουν σίγουρη πως πέθανα, αλλά όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου ήμουν ξαπλωμένη στο χώμα, ακόμα μέσα στο δάσος. Σηκώθηκα όρθια και ανακάλυψα πως ο πόνος στην πλάτη μου είχε εξαφανιστεί εντελώς και πλέον είχε ξεμερώσει. Πεινούσα και ήθελα να πιω κάτι, ο λαιμός μου είχε ξεραθεί και ήμουν βρώμικη.
Καθώς περπατούσα μέσα στο δάσος, άκουσα φωνές, φώναζαν εμένα, το όνομα μου. «ΕΔΏ ΕΊΜΑΙ.» ούρλιαξα αλλά κανείς δεν φάνηκε να με ακούει, αλλά οι φωνές δεν χάθηκαν. Συνέχισα να φωνάζω αλλά κανείς δεν φάνηκε να με ακούει. Για την ακρίβεια ήταν σαν να μπορούσα να τους ακούσω μόνο εγώ, ενώ εκείνοι όχι. Ακολούθησα τις φωνές μέχρι που βρήκα κάτι αστυνομικούς και κάτι δασοφύλακες. «Είσαι η Iris Elizabeth Collins;» με ρώτησε ένας από τους αστυνομικούς. «Μάλιστα.» του είπα και συνέχισα να τον κοιτάζω. «Έχουμε ένα θεματάκι εδώ..» είπε στον ασύρματο και έβγαλε το όπλο του από την θήκη του. «Όχι, όχι είμαι μία χαρά.» του είπα φοβησμένη στην θέα του όπλου. «Κάνε πίσω κορίτσι μου..» είπε στοχεύοντας με με το όπλο. Και τότε κατάλαβα, εγώ ήμουν η απειλή, εμένα φοβόντουσαν. «Τι γίνεται;» ρώτησα τρομοκρατιμένη, αλλά φυσικά δεν περίμενα απάντηση. Πλησίασα τον αστυνόμο, προσπαθώντας να του εξηγήσω αλλά εκείνος πυροβόλησε. Εμένα. Στο στέρνο. Μόνο που συνέχισα να στέκομαι όρθια και κοιτούσα την σφαίρα να στέκεται μπροστά από το μέρος που βρίσκεται η καρδιά μου. Εκείνος με κοίταξε τρομαγμένος, αλλά εγώ είχα θυμώσει, ω είχα θυμώσει πολύ. Το βλέμμα μου κάρφωσε το πρόσωπο του και τότε έπεσε νεκρός. Οι άλλοι έτρεξαν αμέσως μόλις το είδαν. Τον πλησίασα και είδα αίμα να βγαίνει από μία τρύπα στο κεφάλι του. Εγώ το έκανα αυτό; Σκότωσα έναν αθώο. «Όχι...» μουρμούρισα και έσκυψα από πάνω του, αλλά ήταν ολοφάνερο πως ήταν νεκρός. Και ξαφνικά, άρχισαν να με πονάν τα δόντια μου, η δίψα μου ήταν ανυπόφορη. Άνοιξα το στόμα μου και πίεσα τα ούλα μου, μέχρι που ένιωσα ένα μικρό τσίμπημα στο κάτω μέρος από τα χείλια μου. Έπιασα αυτό το σημείο και είδα έναν μικρό μικρό λεκέ από αίμα στο δάχτυλο μου.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, άφησα την πείνα και το ένστικτο να με κατακλέισει και άρχισα να γλύφω και να δαγκώνω το πρόσωπο του. Όσο περισσότερο γευόμουν τόσο περισσότερο εθιζόμουν σε αυτό, ήθελα όλο και περισσότερο. Όχι, έπρεπε να σταματήσω, όχι, δεν πρέπει να το κάνω αυτό, είναι αποκρουστικό και απαίσιο, τι με έχει πιάσει. «ΌΧΙ!» ούρλιαξα χτυπώντας με δύναμη τα χέρια μου στο έδαφος και πετάχτηκα μακριά από το πτώμα. Έχωσα τα δάχτυλα μου μέσα στο χώμα προσπαθώντας να βγάλω ρίζες ώστε να μην τον πλησιάσω πάλι. Μόνο που, για έναν περίεργο λόγο η γη άρχισε να τρέμει και οι ρίζες των δέντρων άρχισαν να μεγαλώνουν όλο και περισσότερο, τυλίχτηκαν γύρω από το πτώμα και το τράβηξαν κάτω από το έδαφος, λες και δεν υπήρξε ποτέ. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα τον εαυτό μου αρχίζοντας να φρικάρω. «Γειά σου Iris. Είμαι η Samantha, υπεύθυνη της ακαδημίας Nox στην Νέα Υόρκη, καλώς ήρθες κόρη της Nox.» μου είπε με γλυκό και σοβαρό τόνο ταυτόχρονα.
«Είστε όλοι τρελοί; Τι μου συμβαίνει; Έχω πεθάνει έτσι;» την ρώτησα και εκείνη χαμογέλασε με οίκτο. «Όχι γλυκιά μου. Δεν πέθανες, μόλις γεννήθηκες από την θεά Nox. Είσαι μία νέα βρυκόλακας. Όλο αυτό που νιώθεις είναι απόλυτα φυσιολογικό. Θα στα εξηγήσω όλα μόλις φτάσουμε στην ακαδημία. Τώρα πρέπει να πηγαίνουμε.» μου είπε.
YOU ARE READING
The Mark.
RomanceΔεν ειναι μια συνηθισμενη ιστορια οπως την φανταζεστε. Αυτη γινεται βρυκολακας, γνωριζει εναν ομορφο βρυκολακα ερωτευονται κλπ. Αλλα εχει να κανει με την επιθυμια το καθικον της αγαπη την μαθηση τα λαθη τα μαθηματα τον πονο. Ολα αυτα που αφηνουν ενα...