Memories.

783 63 0
                                    

 «Πάμε σπίτι; Όλοι περιμένουν να δουν πως είσαι..» μου είπε γλυκά. «Όλοι λέγοντας;» τον ρώτησα κάπως ανήσυχη, όλοι αυτοί με ήξεραν, εγώ όμως όχι. «Θα δεις..» μου είπε και μου κράτησε σφιχτά το χέρι και με οδήγησε στο δρομάκι μέσα από τον κήπο που στο τέλος του υπήρχε μία πόρτα. Όταν μπήκαμε μέσα όλα τα βλέμματα γύρισαν προς το μέρος μας. «Iris..» άκουσα μία φωνή και ένα αγόρι έτρεξε προς το μέρος μου. Ο Jake ήταν, ήμουν σχεδόν σίγουρη. Με άρπαξε και με έκλεισε σφιχτά στην αγκαλιά του. «Είσαι καλά...» μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εμένα. «Ναι, έτσι φαίνεται..» του είπα και τον αγκάλιασα και εγώ.
    «Luna..» άκουσα μία φωνή πίσω από τον Jake και τον άφησα για να δω ποιος είναι. Ήταν νέος και αυτός, λίγο μεγαλύτερος από τον Jake. «Ο Kristoff είμαι..» μου είπε διστακτικά. «Χάρηκα για την γνωριμία. Είμαι η Iris..» του είπα και του έδωσα το χέρι μου. Μου χαμογέλασε βιαστικά και μετά κοίταξε τον Stark ανήσυχος. «Σε ξέρω από πριν έτσι;» τον ρώτησα τελικά. «Ναι, με ήξερες..» μου είπε λυπημένος. «Iris Collins..» μου είπε ο άλλος που στεκόταν δίπλα από τον Kristoff. Αυτός, έδειχνε ευτυχισμένος..σε αντίθεση με όλους τους άλλους. «Είμαι ο Seth..» μου είπε και μου έδωσε το χερι του. «Και εσένα σε ήξερα από πριν έτσι;» τον ρώτησα και εκείνος μου έκλεισε το μάτι. «Νιώθω λίγο προσβεβλημένος με το γεγονός ότι με ξέχασες, αλλά λέω να σου δώσω μία ευκαιρία να με μάθεις και πάλι..» μου είπε και του χαμογέλασα.
     Καθώς κοίταξα πίσω τους, είδα τον γιατρό που έχω την εντύπωση πως τον λένε Igor με μία κοπέλα, την κοπέλα όμως την θυμόμουν ήταν η Lissa αυτή με βοήθησε να φύγω. Της χαμογέλασα και εκείνη έτρεξε και με αγκάλιασε. «Ένιωσα τόσες πολλές ενοχές, όταν έμαθα τι σου έπαθες, δεν έπρεπε να σε αφήσω να φύγεις..» μου είπε και εγώ χαχάνισα. «Έχω την εντύπωση που σου είπα πως ότι και να γίνει δεν θα φταις εσύ.» της είπα απαλά και εκείνη με κοίταξε στα μάτια. «Θυμάσαι;» με ρώτησε έκπληκτη. «Λίγα πράγματα..» της είπα και μετά κοίταξα τον Igor. Μας πλησίασε. «Είσαι το πιο δυνατό πλάσμα που έχω γνωρίσει σε όλη μου την ζωή Iris. Θα γίνεις μία καταπληκτική Luna, είσαι ήδη δηλαδή...» μου είπε. «Σε ευχαριστώ που με βοήθησες..» του είπα και εκείνος απλά κούνησε το κεφάλι του.
    «Είναι και κάποιοι άλλοι που πρέπει να δεις...» μου είπε απαλά ο Stark και ένιωσα το χέρι του στην μέση μου, ανατρίχιασα στην αίσθηση του χεριού του στο σώμα μου, αλλά προφανώς δεν ήταν στιγμή για τέτοια. Τον κοίταξα και εκείνος με οδήγησε στην πίσω αυλή που έβλεπε στο δάσος. Όταν βγήκαμε έξω το πλήθος άρχισε να χειροκροτάει και να σφυρίζει. «Τι γίνεται;» τον ρώτησα χαμηλόφωνα στο αφτί. «Σε χαιρετάνε..» μου είπε και γύρισα να κοιτάξω και πάλι. Πρέπει να ήταν οι αγέλες που μας βοήθησαν. «Λυπάμαι που το λέω αυτό, αλλά δεν θυμάμαι και πολλά, όμως είμαι σας ευχαριστώ που μας βοηθήσατε και η αγέλη μας πάντα θα είναι δίπλα σας. Λυπάμαι για τις απώλειες σας, για τους τραυματίες, ο λόγος που πήγα κρυφά εκεί ήταν για να το αποφύγω όλο αυτό.» τους είπα και εκείνοι με κοιτούσαν με θαυμασμό και δέος. Οι αρχηγοί τους βγήκαν μπροστά και γονάτισαν και ακολούθησαν και οι υπόλοιποι. «Σηκώθείτε.» τους διέταξα σοκαρισμένη. Με κοίταξαν για μία στιγμή και σηκώθηκαν και μας κοίταξαν. «Είστε ελεύθεροι να φύγετε, να γυρίσετε στις οικογένειες σας, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την βοήθεια που μας προσφέρατε...» τους είπε ο Stark.
    Αφού έγιναν και οι τελευταίοι αποχαιρετησμοί, οι αγέλες έφυγαν. «Πάμε να ξαπλώσεις..» μου είπε απαλά ο Stark καθώς έκατσε δίπλα μου στον καναπέ. «Νομίζω πως αρκετά κοιμήθηκα..» του είπα απαλά και χάιδεψα το μάγουλο του. «Είσαι κουρασμένη..» μου είπε και το χέρι του πήρε το δικό μου και το κράτησα σφιχτά. «Όχι, δεν είμαι. Κουράστικα να είμαι ξαπλωμένη, με ορούς και μηχανήματα από πάνω μου, βαρέθηκα να παίρνω φάρμακα και να κάνω ενέσεις. Είμαι μία χαρά και νιώθω απολύτως ζωντανή.» του είπα και τον άρπαξα και τον φίλησα. Αυτή την φορά πιο έντονα, στην αρχή κοκάλωσε, όμως μετά τα χέρια του με κόλλησαν πάνω του. Έκλεισα τα μάτια μου και αφέθηκα τελείως, στα αισθήματα και τα ένστικτα που ξυπνούσαν μέσα μου. Σιγά σιγά, το πάθος και η ένταση μέσα στο μυαλό μου, άρχισαν να σχηματίζουν εικόνες, στην αρχή ήταν πολύ θολές και ανακατεμένες, όμως σιγά σιγά άρχισαν να ξεκαθαρίζουν. Εγώ και ο Stark καθόμασταν σε κάτι βράχια, σε ένα ποτάμι, έβγαλε ένα δαχτυλίδι, Μου ζήτησε να τον παντρευτώ, δέχτηκα. Μετά από μερικές μέρες, έφυγε για να βρει κάτι αγέλες με έναν κύριο. Η επόμενη..με έκανε να αναριγήσω ολόκληρη, έσπρωξα τον Stark μακριά μου και κάρφωσα τα μάτια μου στα δικά του, τα οποία έδειχναν μπερδμένα. «Πέθανες..» του είπα σοκαρισμένη. «Με έσωσες..» μου ψιθύρισε απαλά. «Υποθέτω.» του απάντησα ανέκφραστη. «Αυτό θυμήθηκες..» με ρώτησε απαλά και εγώ μόνο κούνησα το κεφάλι μου. «Και κάτι ακόμα..» του είπα τραβώντας το βλέμμα μου μακριά από το δικό του. «Τι; Τι είναι;» με ρώτησε ανήσυχος αυτή την φορά.
    «Την πρόταση γάμου..» μουρμούρισα και εκείνος φάνηκε να τσιτώνεται. «Δεν..δεν είναι ανάγκη. Ξέρω πως θες να το πάμε αργά..» μου είπε απαλά αλλά μπορούσα να καταλάβω την ένταση στην φωνή του. «Δ-δεν είναι αυτό..» του είπα νιώθοντας τα δάκρυα να πλημμυρίζουν για μία ακόμη φορά τα μάτια μου. «Τότε τι;» με ρώτησε προβληματισμένος. «Είναι άδικο. Εσύ να θυμάσαι τα πάντα, όσα έγιναν μεταξύ μας και εγώ όχι. Δεν είναι πως δεν σε θυμάμαι, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα από τις στιγμές μας. Θέλω να σε παντρευτώ, αλλά όχι λόγω του δεσμού μας αν και δεν είναι μόνο αυτό, όντως σ'αγαπώ, αλλά θέλω να αγαπήσω και τον Stark πριν από εσένα..» του είπα χαμηλόφωνα. «Έλα μαζί μου..» μου είπε απαλά και εγώ σήκωσα το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω. Είχε ήδη σηκωθεί και με κοιτούσε. «Που θα πάμε;» τον ρώτησα καθώς σηκώθηκα όρθια. «Στο δωμάτιο μας..» μου είπε απαλά και άρχισε να ανεβαίνει την σκάλα. «Μα σου είπα δεν νυστάζω..»του είπα εκνευρσιμένη. «Απλά ακολούθησε με..» μου είπε και συνεχίσαμε να ανεβαίνουμε τις σκάλες. Μόλις άνοιξε την πόρτα, με πήρε από το χέρι και με έβαλε να κάτσω στο κρεβάτι και έκατσε δίπλα μου. «Ωραία, και τώρα τι;» τον ρώτησα μην έχοντας ιδέα για το τι ακριβώς ήθελε να κάνει. «Πριν τρεις μήνες σχεδόν, ήμουν ξαπλωμένος σε αυτό το κρεβάτι, ήμουν νεκρός. Και τότε εσύ περπάτησες μέσα στο δωμάτιο. Έκατσες δίπλα μου και κράτησες το χέρι μου. Μου είπες ότι λυπόσουν για αυτό που έγινε. Ευχύθηκες να μην είχα έρθει ποτέ μαζί σου, να μην σε βοηθούσα ποτέ, ότι δεν είσαι από τους ανθρώπους που μοιράζονται τον εαυτό τους με άλλους. Μου είπες οτι ήσουν ερωτευμένη μαζί μου, και πως δεν περίμενες να πεθάνω, πως με αγαπάς. Μου ζήτησες συγνώμη και για κάποιον περίεργο λόγο ξύπνησα, ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά και όταν άνοιξα τα μάτια μου σε είδα να φεύγεις, σε φώναξα και όταν γύρισες, ένιωσα την ζωή ξανά μέσα μου. Ήμουν θυμωμένος μαζί σου και φοβισμένος με όλα αυτά τα συναισθήματα που με πλημμύριζαν, έτσι το έσκασα. Ήμουν δειλός και αποφάσισα να θάψω αυτά τα λόγια βαθιά μέσα μου. Ήμουν ερωτευμένος μαζί σου, από την πρώτη στιγμή που σε είδα στην ακαδημία της Nox, αλλά δεν αυτό που ένιωθα ήταν πολύ μεγαλύτερο από έναν απλό έρωτα.» μου είπε χωρίς να πάρει τα μάτια του μακριά από το πρόσωπο μου.
        «Θα προτιμούσα να πεθάνω χίλιες φορές για χάρη σου, παρά να σε αφήσω να φύγεις από την ζωή μου.» συνέχισε και τα χέρια του έκλεισαν μέσα τους τα δικά μου. Έκλεισα τα μάτια μου, αφήνοντας τα λόγια του να σκαλίσουν μέσα στο μυαλό μου, έπρεπε να θυμηθώ, έπρεπε. Μα η εικόνα αυτή δεν εμφανίστηκε ποτέ, αντιθέτως, είδα ένα μαύρο κενό, αλλά σιγά σιγά το μαύρο, άρχισε να αποκτά σχήμα μέχρι που έγινε ένας πανέμορφος μεγάλος μαύρος λύκος. Έτρεξε προς το μέρος μου, τα μάτια του έδειχναν τρομαγμένα, ανήσυχα, κενά. «Να προσέχεις..» ψιθύρισα, αλλά με το ζόρι μπορούσα να ακούσα τον ίδιο μου τον εαυτό και σιγά σιγά το σκοτάδι με κατάπιε. Όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου τα δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπο μου. «Τι έγινε;» με ρώτησε απαλά ενώ με τράβηξε στην αγκάλια του. «Τίποτα.» του είπα σκουπίζοντας εκνευρισμένη τα δάκρυα από τα μάγουλα μου. Είχα βαρεθεί να κλαίω. «Δεν με νοιάζει αν θα θυμηθείς Iris, δεν σε αγαπώ για τις αναμνήσεις σου, σε αγαπώ γιατί είσαι εσύ. Άσε το παρελθόν, στο παρελθόν. Το μόνο που θελω μαζί σου είναι μέλλον. Αυτό το παιδί, το παιδί μας, είναι ένα κομμάτι από το μέλλον μας.» μου είπε αγγίζοντας απαλά την κοιλιά μου. «Συγνώμη..» του είπα χαμηλόφωνα και εκείνος μου χαμογέλασε με τα μάτια του να λάμπουν σαν πετράδια. «Δεν έχει σημασία πλέον. Το μόνο που θέλω είναι να είμαι μαζί σου..» μου είπε τρυφερά. «Που είναι το δαχτυλίδι;» τον ρώτησα και εκείνος με κοίταξε προβληματισμένος. «Υποτίθεται πως δεν θες να βιαστούμε..» μου είπε παιχνιδιάρικα. «Θέλω απλά να το δω..» του είπα και εκείνος σηκώθηκε για μία στιγμή από δίπλα μου και επέστρεψε με το κόκκινο κουτάκι στο χέρι του, έτσι ακριβώς όπως το θυμόμουν. «Γιατί το είχα βγάλει;» τον ρώτησα καθώς μου το έδωσε. «Μάλλον δεν θα μάθουμε ποτέ..» μου είπε και το άνοιξα.
     Η ανάσα μου κόλλησε στον λαιμό μου, όπως και στην ανάμνηση μου, μόνο που έδειχνε πιο όμορφο, το κράτησα στα χέρια μου.  Τα διαμάντια έλαμπαν σαν αστέρια. Το φόρεσα μονάχα μία στιγμή και χαμογέλασα. «Είναι....όμορφο..» του είπα και σήκωσα το βλέμμα μου για να τον κοιτάξω. «Μπορείς να το κρατήσεις αν θες...» μου είπε απαλά. «Χμμ, και αν θέλω να έχει μεγαλύτερη σημασία το ότι βρίσκεται στο δάχτυλο μου;» τον ρώτησα και ένα πανέμορφο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του. «Μήπως βιάζεσαι;» με ρώτησε αλλά δεν μπορούσε πλέον να κρύψει τον ενθουσιασμό του. «Όχι, δεν με νοιάζει. Σε έχω χάσει αρκετές φορές και τώρα σε θέλω δικό μου..» του είπα και τον φίλησα. Στην αρχή ήταν απαλό, ίσα που ακουμπούσαν τα χείλη μας και μετά έπιασε σφιχτά το πρόσωπο μου και τα χείλη του σύνθλιψαν τα δικά μου. Οι καρδιές μας χτυπούσαν η μία πάνω στην άλλη, σαν μία, τα δάχτυλα του ανακατεύτηκαν μέσα στα μαλλιά μου. Για μία στιγμή τα χείλη του κατέβηκαν στον λαιμό μου και ένιωσα την γλώσσα του στο σημάδι μου, εκεί που με είχε δαγκώσει. Ανατρίχιασα καθώς ένιωσα τα δάχτυλα του πάνω στο δέρμα μου και σιγά σιγά άρχισε να μου σηκώνει την μπλούζα μέχρι που την έβγαλε τελείως. Αλλά τότε σταμάτησε και με κοίταξε στα μάτια. «Είσαι ότι πιο όμορφο στην ζωή μου..» μου είπε  σχεδόν από μέσα του. «Τι άλλο θα έλεγε κανείς αν με έβλεπε χωρίς μπλούζα;» μουρμούρισα και εκείνος μου χαμογέλασε. «Δεν εννοώ αυτό και το ξέρεις..» με μάλωσε και το ανασήκωσε λίγο το κεφάλι μου και με φίλησε στο μέτωπο. «Κοιμήσου μωρό μου. Αύριο έχουμε ετοιμασίες..» μου ψιθύρισε και με έβαλε προσεχτικά κάτω από τα σκεπάσματα. «Γιατί τι είναι αύριο;» τον ρώτησα ενώ χώθηκα στην αγκαλιά του. «Παραμονή Χριστουγέννων. Μάλλον θα έχουμε ετοιμασίες ε;» είπε χαμηλόφωνα. «Είναι Χριστούγεννα; Πότε πέρασαν έτσι οι μέρες..» μουρμούρισα. «Εγώ θέλω το δώρο μου, όμως λίγο νωρίτερα..» μου είπε πονηρά και τα δάχτυλα στην πλάτη μου ξεκούμπωσαν το σουτιέν μου. «Εσύ σταμάτησες αν θυμάσαι..» του είπα στο αφτί και άρχισα να τον φιλάω στον λαιμό.
     Το επόμενο πρωί οταν ξύπνησα, ήμουν 99,9% σίγουρη πως ήμουν η πιο ευτυχισμένη κοπέλα στον πλανήτη, όταν είδα αυτά τα πανέμορφα μάτια σαν πετράδια να με κοιτάνε. «Είναι ανατριχιάστικο αυτό που με κοιτάς όταν κοιμάμαι..» του είπα νυσταγμένα και εκείνος χαχάνισε. «Αν μπορούσες να δεις τον εαυτό σου όταν κοιμάται πίστεψε με και εσύ θα σε κοιτούσες..» μου είπε γλυκά και έσκυψε να με φιλήσει. «Για αυτό με έριξες! Με τα γλυκόλογα..» αναφώνησα και εκείνος με κοίταξε γελώντας. «Για την ακρίβεια η γοητεία μου ήταν αυτή που σε μάγεψε από την αρχή. Εννοώ, τα έχεις δει αυτά τα μάτια; Το σώμα; Είμαι όλος φωτιά..» είπε και άρχισα να γελάω. «Με κοροιδεύεις;» με ρώτησε και καλά εκνευρισμένος αλλά συνέχισα να γελάω. «Ζήτα συγνώμη...» με προειδοποίησε. «Αλλιώς τι;» τον ρώτησα μέσα στα γέλια μου. Και εκείνος με φίλησε κρατώντας τα χέρια μου στο ύψος το κεφαλιού μου. «Αλλιώς αυτό..» μου είπε και με ξαναφίλησε. «Δεν πρόκειται να σου ζητήσω ποτέ συγνώμη..» του είπα και εκείνος με ξαναφίλησε. «Άντε σήκω, έχουμε να στολίσουμε και να φτιάξουμε φαγητό. Α! Και ξέχασα να σου πω. Θα έρθουν οι γονείς μου.» μου είπε καθώς πετάχτηκε όθριος. «ΚΑΙ ΜΟΥ ΤΟ ΛΕΣ ΤΏΡΑ;» φώναξα και άρχισα να ντύνομαι.

The Mark.Where stories live. Discover now