~4~

12 2 0
                                    

Βγαίνοντας από το σπίτι, η γειτονιά μου μου φάνηκε απλώς μαγευτική. Υπήρχε μια γραφική ταβέρνα, μια καφετέρια γεμάτη χαρούμενους ανθρώπους, μαγαζιά όπου διάφορες κυρίες συζητούσαν για τη μόδα, σπίτια που ακούγονταν παιδικά γέλια και γενικότερα η ατμόσφαιρα ήταν πολύ θερμή. Σταμάτησα να ονειροπολώ και επανήλθα στην πραγματικότητα όταν στη μύτη μου έφτασε η μυρωδιά του αγαπημένου μου φαγητού: πίτσα! Πράγματι, περπατώντας λίγο πιο πέρα, παρατήρησα μια μικρή πιτσαρία. Μπήκα μέσα και προσπάθησα να μην δείξω το ποσό πολύ πεινάω και να φανώ χαλαρή. "Γειά σας..." ξεκίνησα την πρόταση μου και σκέφτηκα να συνεχίσω με ένα 'τι κάνετε' ή κάτι τέτοιο, αλλά τελικά πήρε το λόγο το στομάχι μου. "Τι πίτσες έχετε;" ρώτησα και σίγουρα δεν κατάφερα να κρύψω την πείνα μου. "Έχουμε διάφορα είδη γλυκιά μου." μου απάντησε η πωλήτρια, μια γυναίκα γύρω στα 40, στρουμπουλή, αλλά πολύ όμορφη. "Ορίστε, για να μην στα λέω εγώ και σε κουράσω, πάρε το κατάλογο και όταν αποφασίσεις πες μου."συνέχισε εκείνη και της χαμογέλασα. Έστρεψε την προσοχή της σε έναν άλλον πελάτη και παρόλο που ξεφύλλισα τον κατάλογο ήξερα από πριν τι ήθελα. Όταν τελείωσε με τον πελάτη της είπα " Εμ... θα ήθελα μια πίτσα μαργαρίτα μικρού μεγέθους. Α! Και μια coca cola." και εκείνη μου έγνεψε καταφατικά. Σημείωσε την παραγγελία και την έδωσε στον σεφ. "Θα την φας εδώ ή να στην δώσω για το σπίτι;" με ρώτησε ευγενικά και αφού το σκέφτηκα λίγο της απάντησα εδώ. Η πίτσα ήρθε πολύ γρήγορα και ούτε που κατάλαβα για ποτέ την έφαγα και συνέχισα την βόλτα μου. Ξαφνικά, στρίβοντας σε μια γωνιά, αντίκρισα το μαγαζί που λάτρευα περισσότερα, το μαγαζί που μπορούσα να μείνω εκεί για πάντα... Ένα βιβλιοπωλείο!!! Με το που το είδα αισθάνθηκα σαν στο σπίτι μου. Ήταν σχετικά μικρό, αλλά χαριτωμένο. Οι εξωτερικοί τοίχοι είχαν ένα γαλάζιο χρώμα και ζωγραφισμένο ένα τεράστιο βιβλίο. Πάνω πάνω υπήρχε η επιγραφή "Ο χάρτινος κόσμος". Χωρίς δεύτερη σκέψη και ενδοιασμούς, μπήκα μέσα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι βιβλιοθήκες με κάθε λογής βιβλίο. Στη μέση του δωματίου υπήρχαν μικροί διάδρομοι με διάφορα σχολικά είδη: τετράδιά, μπλοκ ζωγραφικής, μολύβια, κασετίνες, σχολικές τσάντες και πολλά άλλα στόλιζαν τα ράφια. Σε μια γωνιά υπήρχε ένα ακατάστατο γραφείο γεμάτο με χαρτιά και τετράδια και κάτω από ένα μεγάλο τεφτέρι υπήρχε και η ταμειακή μηχανή. Ένας άνδρας καθόταν από πίσω και διάβαζε ένα βιβλίο τόσο αφοσιωμένος που μάλλον δεν είχε καταλάβει ότι είχε μπει κάποιος πελάτης. Το βιβλίο έκρυβε το πρόσωπο του και δεν μπορούσα να δω τα χαρακτηριστικά του. Χωρίς να τον ενοχλήσω, μιας και ήξερα το συναίσθημα του να σε διακόπτουν από το βιβλίο σου, άρχισα να χαζεύω τα βιβλία. Δεν έψαχνα κάτι συγκεκριμένο, αλλά μόνο και μόνο αυτή η μυρωδιά του χαρτιού, με γέμιζε χαρά. Ήταν σαν να είχα αρχίσει ήδη να χάνομαι και να ταξιδεύω σε μέρη που δεν έχω πάει ποτέ, και σε μέρη που πολλές φορές δεν υπάρχουν κιόλας. Όμως, ακόμα σκεφτόμουν αυτόν τον άνδρα στο ταμείο... Κάτι πάνω του μου φάνηκε γνώριμο... Έφερα στο μυαλό μου την εικόνα ξανά και ξανά. Και τότε κατάλαβα. " Σας αρέσει αυτό το βιβλίο; Συγνώμη που σας διακόπτω, απλώς είναι το αγαπημένο μου." είπα όταν  αναγνώρισα το εξώφυλλο του βιβλίου "Κάπου, κάπως, κάποτε". Και τότε κατέβασε το βιβλίο και τον είδα...

° Βιβλιοπωλείο: Ο Χάρτινος Κόσμος °Where stories live. Discover now